Έκπτωτος αυτοκράτορας

2018-02-17 14:54

Του χάρισαν το παρατσούκλι “Αυτοκράτορας”, λόγω του ονόματός του, το οποίο είναι το ίδιο με έναν από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της Ρώμης. Ο τίτλος που του δόθηκε βέβαια δεν είχε να κάνει μόνο με το όνομά του, αφού και ο ίδιος σαν ποδοσφαιριστής στη διάρκεια της ακμής του λατρεύτηκε και εξουσίασε με τον δικό του τρόπο το ιταλικό ποδόσφαιρο. Πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους επιθετικούς που θαυμάσαμε την περασμένη δεκαετία, έναν σπουδαίο παίκτη ο οποίος όμως εξαιτίας του ίδιου του του εαυτού έζησε την πτώση τόσο απότομα όσο και την άνοδο. Ο Αντριάνο Λέιτε Ριμπέιρο, κατά κόσμον Αντριάνο, γίνεται σήμερα (17 Φλεβάρη) 36 ετών όντας πλέον μακριά από το ποδόσφαιρο και εμείς θα θυμηθούμε με αφορμή τα γενέθλιά του μία καριέρα η οποία εκτοξεύτηκε στα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά γρήγορα πήρε τον κατήφορο.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ο Αντριάνο ξεκίνησε να κλοτσάει τη μπάλα στις ακαδημίες μιας από τις μεγαλύτερες ομάδες της πόλης, της Φλαμένγκο. Το 2000 κατάφερε να βρεθεί μέχρι την πρώτη ομάδα και ουσιαστικά πέρασε μόλις ένα χρόνο σε αυτή, αφού πολύ γρήγορα η ευκαιρία να αγωνιστεί στην Ευρώπη του χτύπησε την πόρτα. Η Ίντερ είχε εντοπίσει τον ταλαντούχο ποδοσφαιριστή με το δυνατό αριστερό πόδι και έδωσε γύρω στα 14 εκατομμύρια ευρώ για να τον πάρει στο Μιλάνο.

Η προσαρμογή του όμως στο Καμπιονάτο μόνο εύκολη δεν ήταν. Το ξεκίνημά του με τους “νερατζούρι” δεν ήταν καλό (μόλις 1 γκολ σε 14 παιχνίδια στις αρχές της σεζόν 2001-02) και γι' αυτό δόθηκε δανεικός στη Φιορεντίνα για το δεύτερο μισό της χρονιάς. Ούτε και στη Φλωρεντία όμως έδειξε κάτι ιδιαίτερο και έτσι η Ίντερ πήρε την απόφαση να τον πουλήσει στην Πάρμα. Εκεί ήταν που έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Ο Αντριάνο άρχισε να εντυπωσιάζει με τις εμφανίσεις του στους “παρμέντσι”, έβαζε πανέμορφα γκολ από δικές του ατομικές ενέργειες και σύστησε στους αντιπάλους του το φαρμακερό αριστερό του πόδι, με το οποίο όταν αποφάσιζε να σουτάρει έκανε τη μπάλα να φεύγει με απίστευτη ταχύτητα προς το αντίπαλο τέρμα. Ήταν το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του σαν ποδοσφαιριστής, αυτό που αργότερα έγινε το σήμα κατατεθέν του. Στη μιάμιση σεζόν που πρόλαβε να κάτσει στην Πάρμα πέτυχε 26 γκολ σε 44 παιχνίδια, ενώ συνέθεσε ένα εντυπωσιακό επιθετικό δίδυμο με τον Άντριαν Μούτου.

Η Ίντερ γρήγορα κατάλαβε πως ήταν λάθος της να παραχωρήσει έναν τέτοιο παίκτη και το διόρθωσε, καταβάλλοντας περί τα 23,5 εκατομμύρια ευρώ για να τον κάνει και πάλι δικό της τον χειμώνα του 2004. Τους επόμενους μήνες που ακολούθησαν με τη φανέλα των “νερατζούρι”, η καριέρα του Αντριάνο εκτοξεύτηκε. Στο δεύτερο μισό της σεζόν 2003-04 πέτυχε 12 γκολ στην Ιταλία, ενώ το καλοκαίρι του 2004 ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής στην κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα για την εθνική Βραζιλίας, πετυχαίνοντας επτά γκολ και κερδίζοντας το “Χρυσό Παπούτσι” της διοργάνωσης. Η σεζόν που ακολούθησε ήταν η καλύτερη της καριέρας του. Από το καλοκαίρι του 2004 μέχρι αυτό του 2005 πέτυχε 42 γκολ με Ίντερ και Βραζιλία. Ήταν πλέον ο μεγάλος “αυτοκράτορας” του ποδοσφαίρου, εντυπωσιακός, κυρίαρχος, με μία απίστευτη σωματοδομή, τεράστια εκτελεστική δεινότητα και φυσικά ένα σουτ που όμοιό του δεν είχε κανείς άλλος εκείνη την περίοδο. Όποιος μεγάλωσε άλλωστε στη δεκαετία των 00's θα θυμάται πολύ καλά πως το χαρακτηριστικό “shot power 99” που είχε στα στατιστικά του στο Pro Evolution ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που οι περισσότεροι έπαιρναν την Ίντερ στο Play Station.

Ο Αντριάνο συνέχισε να εντυπωσιάζει και στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2005, όταν και εκεί έφτασε με τη Βραζιλία στην κορυφή παίρνοντας και πάλι το “Χρυσό Παπούτσι” αλλά και τον τίτλο του καλύτερου παίκτη της διοργάνωσης. Μεγάλο highlight του από εκείνο το τουρνουά φυσικά, ήταν η ασύλληπτη “βολίδα” που έπιασε στον αγώνα με την εθνική μας ομάδα, αναγκάζοντας τον Αντώνη Νικοπολίδη να... κάνει τον σταυρό του μόλις η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα του. Ο κόσμος όλος ήταν στα πόδια του Βραζιλιάνου άσου και σε ηλικία μόλις 23 χρονών τότε, είχε όλες τις προδιαγραφές για να γράψει ιστορία. Δυστυχώς όμως, από εκείνο το καλοκαίρι και μετά ξεκίνησε ο κατήφορος.

Ο θάνατος του πατέρα του ήταν κάτι που τον επηρέασε βαθιά και ουσιαστικά η αφορμή για να ξεκινήσουν όλα τα προβλήματα του Αντριάνο, όπως η κατάθλιψη και το αλκοόλ. Στο ξεκίνημα της σεζόν 2005-06 εμφανίστηκε με πολλά παραπανίσια κιλά και παρότι η χρονιά εκείνη γι' αυτόν δεν ήταν άσχημη (πέτυχε 19 γκολ σε 47 παιχνίδια), σιγά σιγά φαινόταν πως έχανε τη διάθεσή του για ποδόσφαιρο, ενώ άρχισε να συμπεριφέρεται τελείως αντιεπαγγελματικά. Τα συνεχόμενα ξενύχτια, οι καθυστερήσεις αλλά και οι απουσίες από τις προπονήσεις είχαν αρχίσει να γίνονται συνηθισμένα φαινόμενα. Τον Οκτώβρη του 2006 ο ομοσπονδιακός προπονητής της Βραζιλίας, Κάρλος Ντούνγκα, δεν κάλεσε στην αποστολή της ομάδας τον Αντριάνο, λέγοντας πως πρέπει να αλλάξει συμπεριφορά και να συγκεντρωθεί στο ποδόσφαιρο. Εκείνος συνέχιζε απτόητος να ξενυχτάει, να πίνει και να διασκεδάζει. Τον Φλεβάρη του 2007 δεν πήγε στην προπόνηση της Ίντερ λόγω... hangover από ένα πάρτι την προηγούμενη ημέρα, αναγκάζοντας τον τεχνικό των “νερατζούρι”, Ρομπέρτο Μαντσίνι, να τον στείλει στον πάγκο για τα προσεχή παιχνίδια της ομάδας.

Τον Νοέμβρη του 2007 ο ισχυρός άνδρας της Ίντερ, Μάσιμο Μοράτι, έστειλε τον Αντριάνο πίσω στη Βραζιλία και στο προπονητικό κέντρο της Σάο Πάολο, προκειμένου να βρει τη χαμένη του φυσική κατάσταση και να παλέψει με τα προβλήματά του. Ο “αυτοκράτορας” έπαιξε για λογαριασμό της ομάδας στο δεύτερο μισό της χρονιάς, όμως κι εκεί δε σταμάτησε να φανερώνει τα σημάδια του προβληματικού χαρακτήρα του, με τους ανθρώπους της Σάο Πάολο να έχουν πολλά παράπονα από τη συμπεριφορά του, φτάνοντας σε σημείο να θέλουν να τον ξεφορτωθούν.

Το καλοκαίρι του 2008 γύρισε στην Ίντερ, για την οποία ξεκινούσε πλέον η εποχη Ζοσέ Μουρίνιο. Προς έκπληξη πολλών ξεκίνησε καλά τη χρονιά κάτω από τις οδηγίες του Πορτογάλου τεχνικού, φτάνοντας τα 100 γκολ συνολικά σε ιταλικό και βραζιλιάνικο πρωτάθλημα και τα 74 με την Ίντερ. Η συνέχεια όμως δεν ήταν η ίδια και πριν ακόμη ολοκληρωθεί η χρονιά, οι “νερατζούρι” τερμάτισαν τη συνεργασία μαζί του, αφού τον Απρίλη του 2009 δεν επέστρεψε μετά από ματς της εθνικής του, με τις φήμες για το που μπορεί να βρίσκεται να οργιάζουν στα ΜΜΕ, αφού έκαναν την εμφάνισή τους ακόμη και σενάρια απαγωγής του! Ο Μουρίνιο μάλιστα αναγκάστηκε να βγει και να δηλώσει: “Δεν πιστεύω ότι ο ποδοσφαιριστής Αντριάνο θα είναι κοντά μας τους προσεχείς μήνες. Κάνουμε προσπάθειες να γυρίσει ο άνθρωπος Αντριάνο. Ανησυχώ, είναι μια πολύ σοβαρή κατάσταση. Ανησυχώ για τον άνθρωπο, όχι για τον παίκτη”.

Όταν τελικά γύρισε στο Μιλάνο, με τις φήμες πως υποφέρει από κατάθλιψη να πληθαίνουν, ο ίδιος δήλωσε πως δεν ήταν πλέον ευτυχισμένος στην Ιταλία και πως ήθελε να γυρίσει κοντά στους ανθρωπους με τους οποίους μεγάλωσε. Έτσι, τον Απρίλη του 2009, τελείωσε μια πάντα η “σχέση” του Αντριάνο με την ομάδα που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό και εκτόξευσε την καριέρα του, έστω κι αν η εκτόξευση αυτή κράτησε ελάχιστα. Μαζί της πανηγύρισε πρωταθλήματα, κύπελλα και Σούπερ Καπ αλλά δεν πρόλαβε να ζήσει τη μεγαλύτερη στιγμή της, την κατάκτηση του τρεμπλ το 2010, μιας και εκείνος βρισκόταν και πάλι στη Βραζιλία προσπαθώντας για μία ακόμη φορά να “αναστήσει την καριέρα του.

Η ομάδα στην οποία ξεκίνησαν όλα, η Φλαμένγκο, του έδωσε αυτή την ευκαιρία και τουλάχιστον τον πρώτο καιρό ο Αντριάνο έδειχνε να την πιάνει από τα μαλλιά. Το 2009 έβαλε 19 γκολ σε 30 αγώνες και τον επόμενο χρόνο 15 σε 21. Πέτυχε δύο διαδοχικά χατ τρικ, το πρώτο μάλιστα σε ένα 5-3 κόντρα στη Φλουμινένσε, στο μεγαλύτερο ντέρμπι της Βραζιλίας. Πανηγύρισε το πρωτάθλημα του 2009 με τη “Φλα”, οι εμφανίσεις του ήταν και πάλι εντυπωσιακές, η κατάστασή του εξαιρετική και όλα έδειχναν πως ο “Αυτοκράτορας” επέστρεψε για τα καλά. Φευ. Τα ξενύχτια και τα πάρτι έκαναν πάλι την εμφάνισή τους, τα ερωτικά σκάνδαλα επίσης, όπως και το πρόβλημα με το αλκοόλ. Στις 7 Μαρτίου 2010, ο γενικός διευθυντής της Φλαμένγκο, Μάρκος Μπραζ, αποκάλυψε στο ραδιόφωνο για τον Αντριάνο: “Αντιμετώπισε ένα προσωπικό πρόβλημα και το έριξε στο αλκοόλ. Όταν ξεκινά να πίνει δε μπορεί να σταματήσει”. Ένα βράδυ που ήταν τύφλα στο μεθύσι, ο Αντριάνο, έχοντας μαζί του και τέσσερις κοπέλες, πήρε το όπλο από τον σωματοφύλακά του και άρχισε να πυροβολεί ανεξέλεγκτα, ενώ μία από τις σφαίρες λίγο έλειψε να κοστίσει τη ζωή σε μια γυναίκα. Κατάφερε πάντως να γλιτώσει τη φυλακή, ενώ την ίδια περίπου περίοδο κατηγορήθηκε για διακίνηση ναρκωτικών, όμως απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες αυτές το 2014. Ήταν φανερό πλέον πως η ζωή του Βραζιλιάνου άσου είχε πάρει την κάτω βόλτα, όπως και η καριέρα του φυσικά, την οποία δε μπόρεσε να σώσει ξανά.

Η Ρόμα του έδωσε την ευκαιρία να επιστρέψει στο Καμπιονάτο τη σεζόν 2010-11, προσφέροντάς του και ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο, αλλά με τους “τζιαλορόσι” κατέγραψε μόλις 8 συμμετοχές χωρίς κανένα γκολ και οκτώ μήνες μετά αποχώρησε έχοντας απογοητεύσει πλήρως. Ακολούθησαν περάσματα από την Κορίνθιανς, την Ατλέτικο Παραναένσε και τη Μαϊάμι Γιουνάιτεντ, έχοντας παντού όμως μονοψήφιες συμμετοχές και κακές εμφανίσεις. Η αμερικανική ομάδα έμελλε να είναι και η τελευταία στην καριέρα του, αφού ο Αντριάνο επέστρεψε στη Βραζιλία δηλώνοντας-για μια ακόμη φορά-πως δε νιώθει ευτυχισμένος και σταμάτησε το ποδόσφαιρο.

Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησαν φωτογραφίες και δημοσιεύματα που παρουσιάζουν τον άλλοτε σπουδαίο ποδοσφαιριστή ως αρχηγό συμμορίας στη Βραζιλία, να ζει στη φαβέλα όπου μεγάλωσε, τη Βίλα Κρουζέιρο, μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του Ρίο. Κανείς δεν ξέρει που αλλού θα τον οδηγήσει η ζωή σε αυτή την ανεξέλεγτη πορεία που έχει πάρει εδώ και χρόνια προς τον κατήφορο. Κάποτε το περιοδικό “So Footέγραψε πως ο Αντριάνο είναι η μεγαλύτερη αυτοκτονία ποδοσφαιριστή μετά τον Γκαρίντσα. Τα πιο συγκλονιστικά λόγια όμως γι' αυτόν, και ίσως τα πιο αντιπροσωπευτικά για τον άνθρωπο Αντριάνο, τα είπε λίγους μήνες πριν ο εμβληματικός αρχηγός της Ίντερ και άλλοτε συμπαίκτης του στους “νερατζούρι”, Χαβιέ Ζανέτι: “Πριν την έναρξη ενός αγώνα, ο Αντριάνο έμαθε από το τηλέφωνο πως ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή. Ήταν πολύ δεμένοι. Ήμουν στο δωμάτιο μαζί του εκείνη την ώρα και τον είδα να πετάει το τηλέφωνο με τόση δύναμη στον τοίχο που το έκανε κομμάτια. Μετά ούρλιαξε πολύ δυνατά, ανατριχιάζω ακόμη όταν θυμάμαι τη σκηνή. Η μεγαλύτερη ίσως ήττα στην καριέρα μου είναι που δεν κατάφερα να τον βγάλω από την κατάθλιψη”.

    ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΚΑΚΗΣ

Πίσω