Η Ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, Βραζιλία 1950: Το ποδοσφαιρικό δράμα ενός ολόκληρου έθνους

2018-05-10 16:07

Του Ανδρέα Λεκάκη

 

Η φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ξέσπασε το 1939, επισκίασε όπως είναι φυσικό τα πάντα και ανέστειλε κάθε σημαντική αθλητική δραστηριότητα, φυσικά και τη διεξαγωγή του Μουντιάλ. Με τη λήξη του πολέμου, η FIFA συνεδρίασε για να οργανώσει και πάλι το Παγκόσμιο Κύπελλο και στις 25 Ιουλίου 1946 η Βραζιλία ψηφίστηκε ως η επόμενη οικοδέσποινα του τουρνουά, με τη χώρα του καφέ να ήταν άλλωστε ήδη επικρατέστερη να αναλάβει το Μουντιάλ του 1942, το οποίο τελικά ματαιώθηκε. Έτσι το καλοκαίρι του 1950, δώδεκα χρόνια μετά την τελευταία διοργάνωση, οι εθνικές ομάδες συγκεντρώθηκαν και πάλι για το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ραντεβού.

Οι απουσίες από το πρώτο μεταπολεμικό Μουντιάλ ήταν βέβαια αρκετές, με τη Γερμανία να έχει διαγραφεί από τα μητρώα της FIFA λόγω των όσων έγιναν στον πόλεμο, τη Γαλλία να απέχει επειδή δεν της άρεσε το πρόγραμμα των αγώνων και την Αργεντινή να μη συμμετέχει λόγω απεργίας των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, ενώ μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν αυτή της Ινδίας, η οποία τελικά δεν πήρε μέρος επειδή δεν επιτράπηκε στους ποδοσφαιριστές της να παίξουν ξυπόλυτοι! Στη διοργάνωση αυτή βέβαια είχαμε την επιστροφή της πρώτης παγκόσμιας πρωταθλήτριας, της Ουρουγουάης, ενώ για πρώτη φορά πήρε μέρος και η Αγγλία, η οποία είχε σνομπάρει τα τρία προηγούμενα τουρνουά, θεωρώντας δεδομένο πως εκείνη ήταν η καλύτερη στον κόσμο. Όλα τα φώτα βέβαια έπεφταν επάνω στη διοργανώτρια Βραζιλία, η οποία ήταν το απόλυτο φαβορί, με τους Βραζιλιάνους φιλάθλους να έβλεπαν τη διοργάνωση αυτή σαν ένα μεγάλο πάρτι, στο τέλος του οποίου θα πανηγύριζαν την κατάκτηση του τροπαίου για πρώτη φορά στην ιστορία τους.

Το σύστημα διεξαγωγής αυτού του Μουντιάλ ήταν ιδιόμορφο και ευτυχώς δεν επαναλήφθηκε σε κάποια άλλη διοργάνωση γιατί η αλήθεια είναι πως δεν κέρδισε και πολλούς υποστηρικτές. Οι 13 ομάδες που πήραν μέρος χωρίστηκαν σε τέσσερις ανομοιόμορφους ομίλους (ο πρώτος και ο δεύτερος είχαν τέσσερις ομάδες, ο τρίτος τρεις και ο τέταρτος μόλις δύο!), ενώ οι τέσσερις πρώτες ομάδες που θα προκρίνονταν στην επόμενη φάση θα σχημάτιζαν έναν νέο όμιλο, με την ομάδα που θα έπαιρνε την πρώτη θέση βάσει βαθμολογίας να αναδεικνύεται παγκόσμια πρωταθλήτρια.

Η Βραζιλία δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα στον πρώτο όμιλο. Νίκησε με 4-0 το Μεξικό και με 2-0 τη Γιουγκοσλαβία, ενώ μόνο η Ελβετία ήταν αυτή που προέβαλε αντίσταση αποσπώντας ισοπαλία με 2-2, με τον Τζάκι Φάτον να ισοφαρίζει δυο λεπτά πριν το τέλος. Στον δεύτερο όμιλο η Αγγλία, στο πρώτο της παιχνίδι σε Μουντιάλ, επικράτησε με 2-0 της Χιλής αλλά στη δεύτερη αγωνιστική ήρθε το απόλυτο σοκ για τους Βρετανούς. Αντίπαλός τους ήταν οι ΗΠΑ και η σιγουριά των Άγγλων για τη νίκη ήταν τόσο μεγάλη που ο προπονητής της ομάδας αποφάσισε να… ξεκουράσει το μεγάλο της αστέρι, Στάνλεϊ Μάθιους (ο πρώτος παίκτης που κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα). Η Αγγλία μπήκε με υπεροψία στο παιχνίδι όμως δε μπόρεσε να πετύχει κάποιο τέρμα στο ξεκίνημα και στο 38ο λεπτό οι Αμερικάνοι σκόραραν με τον Γκέτενς. Το 1-0 έμεινε μέχρι το τέλος και συνιστά μέχρι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Μάλιστα, ήταν τέτοια η βεβαιότητα και του κόσμου πως οι Άγγλοι θα πάρουν τη νίκη, που λέγεται πως όταν τα νέα για το τελικό αποτέλεσμα έφτασαν μέσω telex στην Ευρώπη, πολλοί θεώρησαν πως το 0-1 ήταν τυπογραφικό λάθος και αρκετές ευρωπαϊκές εφημερίδες κυκλοφόρησαν με τη νίκη της Αγγλίας με… 10-1 να φιγουράρει στα πρωτοσέλιδά τους! Ταπεινωμένη από αυτή την ήττα, η Αγγλία έχασε στη συνέχεια με 1-0 και από την Ισπανία και παρόλο που, στην πρώτη της συμμετοχή σε Μουντιάλ, πήγε στη Βραζιλία ως ένα από τα φαβορί και με σκοπό να διδάξει στους υπόλοιπους πώς παίζεται το ποδόσφαιρο, πήρε πολύ γρήγορα τον δρόμο της επιστροφής, έχοντας αποκλειστεί από την πρώτη κιόλας φάση…

Στον τρίτο όμιλο η Σουηδία πέτυχε μια μεγάλη νίκη επί της πρωταθλήτριας κόσμου Ιταλίας με 3-2 και η ισοπαλία με την Παραγουάη στη συνέχεια (2-2) της ήταν αρκετή για να περάσει εκείνη στον επόμενο γύρο. Τέλος, στον τέταρτο όμιλο του οποίου η πρωτιά κρίθηκε σε ένα παιχνίδι, η Ουρουγουάη διέλυσε με 8-0 τη Βολιβία.

Έτσι λοιπόν, η Βραζιλία, η Ισπανία, η Σουηδία και η Ουρουγουάη ήταν οι τέσσερις ομάδες που συμμετείχαν στον τελικό όμιλο, με στόχο την πρώτη θέση που θα έδινε και το τρόπαιο. Οι διοργανωτές ξεκίνησαν εντυπωσιακά, «σκορπίζοντας» με 7-1 τη Σουηδία, με το μεγάλο τους αστέρι σε αυτό το τουρνουά, τον Αντεμίρ, να πετυχαίνει τέσσερα γκολ. Στο επόμενο παιχνίδι τους, έκαναν ξανά επίδειξη δύναμης νικώντας με 6-1 την Ισπανία. Ήταν ασταμάτητοι και κανείς δε φαινόταν πως μπορεί να τους εμποδίσει από το να κατακτήσουν το πρώτο τους Παγκόσμιο Κύπελλο. Από τη μεριά της, η Ουρουγουάη έφερε ισοπαλία στο πρώτο παιχνίδι του τελικού ομίλου με την Ισπανία (2-2) αλλά στη συνέχεια νίκησε με 3-2 τη Σουηδία. Αυτό σήμαινε πως το αποτέλεσμα του τελευταίου αγώνα μεταξύ της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης θα έκρινε τον κυπελλούχο, με τους Σουηδούς να παίζουν κάτι σαν μικρό τελικό κόντρα στους Ισπανούς και να επικρατούν με 3-1 κερδίζοντας την τιμητική τρίτη θέση.

    Το εκπληκτικό "Μαρακανά" εν έτει 1950

 

Στις 16 Ιουλίου 1950, η Βραζιλία θα αντιμετώπιζε την Ουρουγουάη σε ένα παιχνίδι που θεωρείται από πολλούς ο τελικός της διοργάνωσης, όμως ουσιαστικά επρόκειτο για το τελευταίο παιχνίδι του ομίλου. Το στάδιο «Μαρακανά» γέμισε από περίπου 200.000 φιλάθλους που περίμεναν να δουν τη Βραζιλία στην κορυφή του κόσμου, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές της εποχής, οι Βραζιλιάνοι είχαν φτιάξει μετάλλια, είχαν τυπώσει μπλουζάκια και είχαν συνθέσει και τραγούδι που να εξιστορεί την επιτυχία που επρόκειτο να έρθει! Βλέπετε, από κανενός το μυαλό δεν περνούσε πως η Βραζιλία, που είχε κατακτήσει το Κόπα Αμέρικα της προηγούμενης χρονιάς σκοράροντας 46 γκολ σε 8 παιχνίδια και που είχε κάνει περίπατο μέχρι εκείνη την ώρα στο Μουντιάλ, θα μπορούσε να χάσει αυτό το κύπελλο. Βάσει των αποτελεσμάτων στα προηγούμενα παιχνίδια, στη «σελεσάο» αρκούσε ακόμη και η ισοπαλία, με την Ουρουγουάη, η οποία λογιζόταν απλώς ως η επίσημη προσκεκλημένη της γιορτής που είχε στηθεί από νωρίς στο Ρίο ντε Τζανέιρο και σε όλη τη χώρα, να θέλει μόνο τη νίκη για να πάρει το τρόπαιο.

Έχοντας δει τη Βραζιλία να διαλύει Σουηδία και Ισπανία στα προηγούμενα παιχνίδια, η «σελέστε» πρόσεξε πολύ την άμυνά της από την αρχή του αγώνα και πράγματι έβαλε δύσκολα στους διοργανωτές, με το ημίχρονο να λήγει 0-0. Με το ξεκίνημα του δευτέρου ημιχρόνου όμως, ο Φριάσα πήρε μια ωραία πάσα από τον Αντεμίρ και σκόραρε για να δώσει το έναυσμα για τα πανηγύρια στις εξέδρες. Δεκαεννιά λεπτά αργότερα όμως, οι πεισματάρηδες Ουρουγουανοί κατάφεραν να ισοφαρίσουν με τον Χουάν Σκιαφίνο να βρίσκει δίχτυα. Παρόλο που με το 1-1 ο τίτλος πήγαινε ακόμη στη Βραζιλία, το «Μαρακανά» είχε «παγώσει». Έντεκα λεπτά πριν το τέλος, το… δράμα της «σελεσάο» ολοκληρώθηκε, όταν ο Αλσίδες Γκίτζια σκόραρε δίνοντας το προβάδισμα και τελικά τη νίκη στην Ουρουγουάη, υπογράφοντας την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου.

Η Ουρουγουάη είχε καταφέρει το απίστευτο, να νικήσει τη Βραζιλία μέσα στο «Μαρακανά», η οποία είχε και την υποστήριξη σχεδόν 200.000 φιλάθλων, και να κατακτήσει για δεύτερη φορά στην ιστορία της το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η ιστορική αυτή αποτυχία των Βραζιλιάνων, το «Maracanazo» όπως χαρακτηρίστηκε από τις λέξεις Μαρακανά και κάζο, είχε τεράστιες συνέπειες, αφού οι φίλαθλοι των «καριόκας» ήταν τόσο συντετριμμένοι που πολλοί έφτασαν μέχρι και στην αυτοκτονία! Η απόλυτη τραγική φιγούρα μάλιστα ήταν ο τερματοφύλακας της ομάδας, Μοασίρ Μπαρμπόσα, ο οποίος χωρίς να ευθύνεται εξ ολοκλήρου χαρακτηρίστηκε ως ο υπαίτιος της ήττας από την Ουρουγουάη και για τα επόμενα πενήντα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του, έζησε ουσιαστικά σαν απόκληρος στην ίδια του τη χώρα. Είκοσι χρόνια μετά το Μουντιάλ εκείνο, μια γυναίκα τον αναγνώρισε σε ένα κατάστημα και την άκουσε να λέει στον γιο της πως εκείνος είναι ο προδότης της Βραζιλίας, ενώ λέγεται πως όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο έπιασε δουλειά ως φύλακας του «Μαρακανά» και έκαψε τα δοκάρια του τέρματος στο οποίο είχε δεχθεί τα δυο γκολ από τους Ουρουγουανούς! Το 1994 μάλιστα, είχε πει τα εξής συγκλονιστικά λόγια: «Στη Βραζιλία η εσχάτη των ποινών για ένα έγκλημα είναι τριάντα χρόνια κάθειρξη. Πάνε σαράντα τέσσερα χρόνια τώρα που εμένα με τιμωρούν για ένα έγκλημα που δεν έκανα»…

Οι συνθέσεις του τελευταίου παιχνιδιού

Ουρουγουάη: Μάσπολι, Γκονζάλες, Τεχέρα, Γκαμπέτα, Βαρέλα (α), Αντράντε, Γκίτζια, Πέρες, Μίνγκες, Σκιαφίνο, Μοράν Προπονητής: Χουάν Λόπες

Βραζιλία: Μπαρμπόσα, Αουγκούστο (α), Γιουβενάλ, Μπάουερ, Ντανίλο, Μπιγκόντε, Φριάσα, Ζιζίνιο, Αντεμίρ, Ζαΐρ, Τσίκο Προπονητής: Φλάβιο Κόστα

Διαιτητής: Τζορτζ Ρίντερ (Αγγλία)

Ημερομηνία: 16 Ιουλίου 1950

Γήπεδο: «Μαρακανά», Ρίο ντε Τζανέιρο

 

Το πρόσωπο: Αντεμίρ

Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους κορυφαίους επιθετικούς στην ιστορία της εθνικής Βραζιλίας και στο Μουντιάλ του 1950 ήταν ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής στην πορεία της «σελεσάο», έστω κι αν δεν κατάφερε τελικά να στεφθεί πρωταθλητής κόσμου. Οι ικανότητές στου στο σκοράρισμα ήταν μυθικές (πέτυχε 462 γκολ σε 434 παιχνίδια σε συλλογικό επίπεδο) και αυτό το έδειξε και στην κορυφαία διοργάνωση, πετυχαίνοντας εννέα γκολ για τη Βραζιλία(τέσσερα από τα οποία στο παιχνίδι με τη Σουηδία), όντας ο παίκτης με τα περισσότερα γκολ στο τουρνουά.

Η στιγμή

Το δεύτερο γκολ της Ουρουγουάης κόντρα στη Βραζιλία σίγησε το «Μαρακανά», βύθισε στη θλίψη εκατομμύρια Βραζιλιάνους και έστεψε τη «σελέστε» ξανά πρωταθλήτρια κόσμου. Ο σκόρερ, Αλσίδες Γκίτζια, ο οποίος μάλιστα έφυγε από τη ζωή ακριβώς 65 χρόνια μετά από εκείνον τον ιστορικό θρίαμβο, είχε πετύχει ασφαλώς το σημαντικότερο τέρμα της καριέρας του και η εξής φοβερή ατάκα του έχει μείνει στην ιστορία: «Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει. Ο Πάπας, ο Φρανκ Σινάτρα και… εγώ».

    Ο Αλσίδες Γκίτζια σκοράρει το δεύτερο γκολ της Ουρουγουάης 

 

Πηγές: "Η Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου", εκδ. "Σύγχρονοι Ορίζοντες", 2010

             "Ειδική έκδοση του Goal News για το Μουντιάλ", 2014

             "Στιγμές Μουντιάλ", Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκδ. "Τόπος", 2014

Πίσω