Η υπεραξία στο ποδόσφαιρο
2016-08-12 21:25Ασφαλώς και δεν περίμενε κάποιος την οριστικοποίηση της μεταγραφής του Πολ Πογκμπά από τη Γιουβέντους στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα τελευταία χρόνια ξοδεύονται αλόγιστα τεράστια ποσά για το πάρε δώσε των ποδοσφαιριστών. Ωστόσο, η επισημοποίηση της επιστροφής του Γάλλου μέσου στους “κόκκινους διαβόλους” έναντι 105 εκατομμυρίων ευρώ (χωρίς τα μπόνους), που έκανε τον Πογκμπά την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου, επανέφερε όλη αυτή τη συζήτηση στο προσκήνιο.
Είναι πάρα πολλοί αυτοί που θεωρούν πως ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής (και ο κάθε ποδοσφαιριστής) δεν αξίζει αυτά τα χρήματα. Ο Πολ Πογκμπά διαθέτει ασφαλώς μεγάλη τεχνική και ικανότητα με τη μπάλα στα πόδια, είναι αναμφίβολα ένας παίκτης παγκόσμιας κλάσης και κατάφερε μέσα σε μια τετραετία στη Γιουβέντους να εκτοξεύσει στα ύψη την τιμή του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, με τους “μπιανκονέρι” να τον παίρνουν ελεύθερο το καλοκαίρι του 2012 από μία Γιουνάιτεντ που δεν τον πίστεψε, και να τον πουλούν στην ίδια ομάδα πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ!
Από την άλλη, μιλάμε για έναν παίκτη μόλις 23 ετών, με σκαμπανεβάσματα πολλές φορές στην απόδοσή του, ο οποίος προέρχεται από ένα πολύ μέτριο Euro τη στιγμή που όλοι περίμεναν από εκείνον να λάμψει και που σίγουρα έχει πολλά να αποδείξει ακόμη. Άξιζε αυτός ο παίκτης λοιπόν τόσα χρήματα; Η εύκολη απάντηση είναι όχι, κανένας παίκτης δεν τα αξίζει, όμως πριν βιαστούμε να απαντήσουμε ας σκεφτούμε: Πώς ορίζεται η τιμή στην οποία κοστολογείται ένας ποδοσφαιριστής; Πώς μπορούμε να είμαστε σε θέση να βάλουμε ένα όριο στην τιμή ενός παίκτη με τον πληθωρισμό που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στο ποδόσφαιρο; Μπορούμε να μιλάμε για υπεραξία όταν οι ομάδες (κάποιες, όχι όλες) ξοδεύουν πλέον 80, 90 και 100 εκατομμύρια ευρώ με την ίδια ευκολία που κάποτε έδιναν τα μισά;
Αυτό που μπορούμε να πούμε πιο σωστά είναι πως τα ποσά που ξοδεύονται πλέον μοιάζουν υπερβολικά σε σχέση με αυτά που ξοδεύονταν πριν κάποια χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 20 ακριβότερες μεταγραφές στην ιστορία, μόλις τρεις πραγματοποιήθηκαν πριν από το 2009 (Ζιντάν και Φίγκο σε Ρεάλ το 2001 και Κρέσπο σε Λάτσιο την ίδια χρονιά). Στην περίοδο δηλαδή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι ομάδες, απτόητες, έχουν πραγματοποιήσει περισσότερες ακριβότερες μεταγραφές σε σχέση με τις “καλές” εποχές της οικονομίας. Τα 75 περίπου εκατομμύρια ευρώ που ξόδεψε η Ρεάλ Μαδρίτης για να κάνει δικό της τον Ζινεντίν Ζιντάν πριν από μία δεκαπενταετία, έκαναν τον Γάλλο την ακριβότερη μεταγραφή ever, ένα ρεκόρ που κράτησε οκτώ χρόνια, μέχρι η ίδια ομάδα να βγάλει από τα ταμεία της 94 εκατομμύρια για να αγοράσει τον Κριστιάνο Ρονάλντο από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στη συνέχεια, χρειάστηκαν μόλις τέσσερα χρόνια για να ξεπεραστεί το ποσό για τον Πορτογάλο, αφού πάλι η “βασίλισσα” έβαλε τον Γκάρεθ Μπέιλ στην κορυφή της λίστας, δαπανώντας 101 εκατομμύρια για να τον πάρει από την Τότεναμ. Τρία χρόνια μετά αυτή τη φορά, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πήρε τα πρωτεία από τους “μερένχες” και έγινε αυτή η ομάδα που ξοδεύει τα περισσότερα για έναν παίκτη, φέρνοντας τον Πογκμπά και πάλι πίσω στο “Ολντ Τράφορντ”, έναντι 105 εκατομμυρίων. Μετά από όλα αυτά, ποιός μπορεί να πει με σιγουριά ότι πολύ σύντομα δε θα ξεπεραστεί και το ρεκόρ του Γάλλου;
Ο Πολ Πογκμπά πήρε τη σκυτάλη από τον Γκάρεθ Μπέιλ και είναι πλέον η ακριβότερη μεταγραφή παίκτη στην ιστορία
Ασφαλώς και το ποδόσφαιρο στις μέρες μας είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με αυτό που ήταν πριν δέκα, δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια. Πριν από λίγο καιρό, άλλωστε, είχαμε τη συμπλήρωση είκοσι ετών από την ημέρα που ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο γινόταν αυτός η ακριβότερη μετακίνηση παίκτη στον κόσμο, με τη Μπαρτσελόνα τότε να ξοδεύει μόλις 13 εκατομμύρια ευρώ! Εν έτει 2016 όμως, με τις ομάδες να έχουν τεράστια έσοδα από τους χορηγούς και το μάρκετινγκ αλλά και τους μάνατζερ των ποδοσφαιριστών να παίζουν ολοένα και πιο ενεργό ρόλο στις μεταγραφές των πελατών τους, αξιώνοντας και οι ίδιοι αποζημιώσεις (λέγεται πως ο Ραϊόλα θα πάρει περί τα 20 εκατομμύρια από τη μεταγραφή Πογκμπά στη Γιουνάιτεντ), ο ποδοσφαιρικός πληθωρισμός έρχεται ως φυσικό επακόλουθο.
Τα παραπάνω έχουν κάνει τις ομάδες να ξοδεύουν μεγάλα ποσά αλόγιστα και υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Το περσινό καλοκαίρι η Μάντσεστερ Σίτι ξόδεψε περίπου 63 ολόκληρα εκατομμύρια για τον 20χρονο Ραχίμ Στέρλινγκ, του οποίου η πρώτη του χρονιά στο “Etihad” ήταν απογοητευτική, ενώ και στο πρόσφατο Euro οι φίλοι της εθνικής Αγγλίας μάζευαν υπογραφές για να μην τον βλέπουν στην ενδεκάδα! Η ίδια ομάδα έκανε πέρσι τον Ελιακίμ Μανγκαλά την ακριβότερη μεταγραφή αμυντικού στην ιστορία (53,5 εκατομμύρια), για να αποφασίσει ένα χρόνο αργότερα πως ο παίκτης δεν είναι στα βασικά της πλάνα και ουσιαστικά να τον αντικαταστήσει με τον Τζον Στόουνς, που έσπασε το ρεκόρ του Μανγκαλά καθώς η μετγραφή του έφτασε τα 55 εκατομμύρια. Η Γιουνάιτεντ, απ' την άλλη, έδωσε πέρσι 50 εκατομμύρια για τον 19χρονο Μαρσιάλ και τον έκανε την ακριβότερη μεταγραφή teenager στην ιστορία, με τον παίκτη να προέρχεται απλώς από μία καλή σεζόν στη Μονακό. Το 2013, ο Ασιέρ Ιγιαραμέντι, που πέρασε και δεν ακούμπησε από τη Ρεάλ, στοίχησε στη “βασίλισσα” 38 εκατομμύρια ευρώ, τρία περισσότερα απ' ό,τι ο Ντέιβιντ Μπέκαμ το 2003, χωρίς το όνομά του να φτάνει ούτε στο ελάχιστο την εμπορικότητα του “Μπεκς”. Και η λίστα είναι ατέλειωτη.
Αυτή είναι όμως η νέα τάξη πραγμάτων στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Αν δεν ξοδέψεις πολλά, δε μπορείς να πετύχεις και πολλά και παρόλο που υπάρχουν ασφαλώς και εξαιρέσεις (πχ η περσινή Λέστερ), ο κανόνας είναι αυτός. Οι σύλλογοι που θέλουν να κοντράρουν στα ίσια τις οικονομικές υπερδυνάμεις του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου θα πρέπει να ξοδέψουν κι αυτοί πολλά, και μεγαλύτερο παράδειγμα από τα 90 εκατομμύρια ευρώ που πλήρωσε για τον Ιγκουαΐν η Γιουβέντους, μια ομάδα που δε μας είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους μεταγραφές, δεν υπάρχει. Έχει χαθεί λοιπόν το μέτρο ή είναι η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων; Ο καθένας βγάζει τα συμπεράσματά του.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΚΑΚΗΣ
———
Πίσω