Λουίς Φαν Χάαλ: Ο δικός του ο δρόμος

2019-03-13 15:39

Του Ανδρέα Λεκάκη

 

«Η γυναίκα μου παράτησε τη δουλειά της για χάρη μου πριν από 22 χρόνια ούτως ώστε να με ακολουθεί παντού. Της είχα πει ότι θα σταματήσω την προπονητική στα 55, όμως συνέχισα μέχρι τα 65. Έχει δικαίωμα να ζήσει μια ζωή μαζί μου έξω από το ποδόσφαιρο. Μπορώ να σας πω πως είναι πολύ χαρούμενη». Με αυτά τα λόγια ο Λουίς Φαν Χάαλ ανακοίνωσε πως αποχωρεί και επίσημα πλέον από τους πάγκους σε ηλικία 67 ετών. Αφήνει πίσω του μια πολύ μεγάλη καριέρα που τα είχε όλα, μα πάνω απ’ όλα είχε πολλές επιτυχίες. Αυστηρός, αυταρχικός, δύστροπος, γενικότερα μία πολύ δύσκολη, όσο όμως και ξεχωριστή προσωπικότητα. Και όπως συμβαίνει πάντα με τέτοιου είδους προσωπικότητες, στην πορεία του απέκτησε πολλούς υποστηρικτές αλλά και αρκετούς πολέμιους. Εκείνος όμως, πάντα πιστός στις αρχές του, ήθελε να κάνει τα πράγματα ακολουθώντας τον δικό του δρόμο. Καθοδήγησε μερικές από τις μεγαλύτερες ομάδες στον κόσμο, πέτυχε σχεδόν όπου πήγε, έζησε μια καριέρα που θα μπορούσε άνετα να γίνει σενάριο ταινίας. Με την ευκαιρία που μας δίνει η απόσυρσή του, θα ξετυλίξουμε το φιλμ των μεγαλύτερων στιγμών της προπονητικής ζωής του Ολλανδού τεχνικού.

Στην πρώτη του δουλειά ως πρώτος προπονητής έπεσε στα βαθιά, αφού το 1991 ανέλαβε τον Άγιαξ. Στον «Αίαντα» πήγε αρχικά ως βοηθός του Λίο Μπενάκερ, όμως μετά την αποχώρηση του Ολλανδού πήρε το χρίσμα να καθοδηγήσει αυτός την ομάδα του Άμστερνταμ. Από εκείνο το σημείο ξεκίνησε μια χρυσή εποχή για τον Άγιαξ, μπορούμε να πούμε η δεύτερη πιο επιτυχημένη περίοδος στην ιστορία της ομάδας μετά από εκείνη της δεκαετίας του ’70 και του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου». Στις αρχές του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου» βασίστηκε και ο Φαν Χάαλ για να περάσει τη δική του φιλοσοφία στους παίκτες του «Αίαντα», δημιουργώντας μια ομάδα που έπαιξε όμορφο ποδόσφαιρο και έφτασε σε πολύ σημαντικές διακρίσεις, μια ομάδα που ήταν άξια διάδοχος του σπουδαίου Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ.

Ο Φαν Χάαλ βασίστηκε στο τρομερό υλικό που υπήρχε στις ακαδημίες του συλλόγου και ανέδειξε παίκτες που αργότερα εξελίχθηκαν σε μερικούς από τους σπουδαιότερους της Ευρώπης. Ο Φαν ντερ Σάαρ, ο Όφερμαρς, ο Ζέεντορφ, ο Κλάιφερτ, ο Ντάβιντς, ο Ράιζιγκερ, οι αδερφοί Ντε Μπουρ, όλοι τους πρωταγωνίστησαν τότε σε εκείνη την ομάδα και την οδήγησαν σε μεγάλες επιτυχίες πριν ανοίξουν τα «φτερά» τους για άλλες πολιτείες, παίρνοντας και το προσωνύμιο «τα τρομερά μωρά» του Φαν Χάαλ. Υπό τις οδηγίες του Ολλανδού ο Άγιαξ κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (το δεύτερο μάλιστα αήττητος), ένα Κύπελλο και τρία Σούπερ Καπ, όμως το πιο σημαντικό ήταν οι διεθνείς επιτυχίες. Το 1992 η ομάδα του Άμστερνταμ πανηγύρισε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, ενώ το 1995, στη μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του Φαν Χάαλ, αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης νικώντας με 1-0 τη Μίλαν στον τελικό του Champions League στη Βιέννη. Σκόρερ του μοναδικού γκολ ο μόλις 18 χρονών τότε Πάτρικ Κλάιφερτ, ο οποίος είχε περάσει αλλαγή στη θέση του πρώτου σκόρερ του «Αίαντα», Γιάρι Λιτμάνεν, σε μια έμπνευση της στιγμής από τον Φαν Χάαλ. Ακόμη και σήμερα ο Κλάιφερτ παραμένει ο νεότερος σκόρερ σε τελικό της διοργάνωσης. Ακολούθησαν το Σούπερ Καπ Ευρώπης και το Διηπειρωτικό Κύπελλο την ίδια χρονιά, ενώ ένα χρόνο μετά ο Άγιαξ έφτασε ξανά στον τελικό του Champions League, αυτή τη φορά όμως έχασε από τη Γιουβέντους στα πέναλτι.

Ο Φαν Χάαλ έζησε το 1995 τη μεγαλύτερη επιτυχία στην προπονητική του καριέρα, κατακτώντας το Champions League με τον Άγιαξ

 

Όπως ήταν φυσικό οι επιτυχίες του με τον Άγιαξ εκτόξευσαν τις μετοχές του Φαν Χάαλ και το 1997 ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, Τζουσέπ Γιουίς Νούνιεθ, του εμπιστεύθηκε τον πάγκο του καταλανικού συλλόγου, φέρνοντάς τον στη Βαρκελώνη ως αντικαταστάτη του σερ Μπόμπι Ρόμπσον, που ποτέ δεν κέρδισε τον κόσμο της ομάδας. Ο Ολλανδός οδήγησε τους «μπλαουγκράνα» σε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ, όμως ουσιαστικά δε μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί στην Καταλονία. Ήρθε πολλές φορές σε κόντρα με τον Τύπο, δέχθηκε έντονη κριτική, είχε δηλώσει πως ήταν δύσκολο να περάσει τη φιλοσοφία του στην ομάδα λόγω της διαφοράς κουλτούρας ενώ ήρθε και σε ρήξη με πολλούς από τους σταρ της ομάδας. Χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η κόντρα του με τον Ριβάλντο, επιμένοντας να χρησιμοποιεί τον Βραζιλιάνο στα αριστερά ενώ εκείνος ήθελε να παίζει στο κέντρο. Λόγω της παρουσίας του στη «Μπάρτσα» πραγματοποιήθηκε και η «ολλανδοποίηση» της ομάδας, αφού πήγαν στο «Καμπ Νου» οι Ράιζιγκερ, Κλάιφερτ, Ζέντεν, Κοκού και οι αδερφοί Ντε Μπουρ. Ήταν ωστόσο αυτός που αντιλήφθηκε πως κάτι ξεχωριστό υπήρχε στις ακαδημίες του συλλόγου, στηρίζοντας τότε νεαρούς όπως οι Τσάβι, Πουγιόλ, Ινιέστα και όπως πλέον ξέρουμε δικαιώθηκε απόλυτα. Έφυγε από τη Μπαρτσελόνα το 2000 όμως επέστρεψε ξανά το 2002, οδηγώντας την ομάδα στη χειρότερη σεζόν της σύγχρονης ιστορίας της, αφού όταν την άφησε τον Γενάρη του 2003, βρισκόταν μόλις τρεις πόντους πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού!

Η συνύπαρξη του Ολλανδού με τον Ριβάλντο στη Μπαρτσελόνα, όπως και με άλλες "βεντέτες" της ομάδας, υπήρξε πολύ δύσκολη

 

Μετά την πρώτη του θητεία στη Μπαρτσελόνα ανέλαβε την εθνική Ολλανδίας, με την οποία όμως βίωσε μια τεράστια αποτυχία, αφού οι «οράνιε» δεν κατάφεραν να προκριθούν στα τελικά του Μουντιάλ του 2002 στην Άπω Ανατολή, καταγράφοντας την πρώτη τους απουσία σε Παγκόσμιο Κύπελλο από το 1986. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο κατέγραψε την καταστροφική δεύτερη θητεία του στη Μπαρτσελόνα και ένα αποτυχημένο πέρασμα ως τεχνικός διευθυντής στον Άγιαξ, η καριέρα του είχε πάρει την κατιούσα. Η δουλειά όμως που αναγέννησε τον προπονητή Φαν Χάαλ, ήταν η παρουσία του στην τεχνική ηγεσία της Άλκμααρ. Η ΑΖ τον εμπιστεύθηκε το 2005 και εκείνος κάθισε τέσσερα χρόνια στον πάγκο του σχετικά άσημου μέχρι τότε ολλανδικού συλλόγου, οδηγώντας τον στην τελευταία του χρονιά (2008-09) στην κατάκτηση του δεύτερου μόλις πρωταθλήματος στην ιστορία του και πρώτου μετά από 28 ολόκληρα χρόνια, με πρωταγωνιστές παίκτες όπως ο Σέρχιο Ρομέρο, ο Μούσα Ντεμπελέ, ο Μουνίρ Ελ Χαμντάουι και ο Άρι Ντα Σίλβα. Μάλιστα, το σπουδαίο αυτό επίτευγμα παραλίγο να μη συμβεί ποτέ, αφού ένα χρόνο πριν ο Φαν Χάαλ είχε υποβάλει την παραίτησή του λόγω απογοητευτικών αποτελεσμάτων, όμως οι παίκτες "επαναστάτησαν" και απαίτησαν να παραμείνει στο σύλλογο. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος στην Ολλανδία και μάλιστα με μια ομάδα όπως η Άλκμααρ βοήθησε τον Ολλανδό τεχνικό να μπει ξανά στο κλαμπ των κορυφαίων προπονητών της Ευρώπης. Και αποτέλεσε το εφαλτήριο για να αναλάβει στη συνέχεια την τεχνική ηγεσία ενός ακόμη τεράστιου κλαμπ στην καριέρα του, τη Μπάγερν Μονάχου.

Στους Βαυαρούς ο Φαν Χάαλ έκανε σπουδαία δουλειά. Έφερε στο Μόναχο τον Ρόμπεν, μετέτρεψε τον Σβαϊνστάιγκερ από εξτρέμ σε χαφ, ανέδειξε από τις ακαδημίες παίκτες όπως ο Τόμας Μίλερ, ο Νταβίντ Αλάμπα και ο Χόλγκερ Μπαντστούρμπερ. Παρά το γεγονός πως η πρώτη του χρονιά (2009-10) ξεκίνησε άσχημα, με τη Μπάγερν να κινδυνεύει με αποκλεισμό από τους ομίλους του Champions League (πέρασε χάρη σε μια εντυπωσιακή νίκη επί της Γιουβέντους στο Τορίνο με 1-4 την τελευταία αγωνιστική) και να είναι πίσω στο γερμανικό πρωτάθλημα, ο Ολλανδός πανηγύρισε το νταμπλ (πρώτος Ολλανδός τεχνικός που κατακτά τη Bundesliga) και βρέθηκε μια ανάσα από το τρεμπλ, αφού οδήγησε την ομάδα στον πρώτο της τελικό Champions League μετά από εννέα χρόνια. Ηττήθηκε όμως στη Μαδρίτη από την Ίντερ του μαθητή του Ζοσέ Μουρίνιο (από τον καιρό που οι δυο τους συνυπήρξαν στη Μπαρτσελόνα). Η δεύτερη χρονιά του στο Μόναχο πάντως ήταν κακή, αφού η Μπάγερν έμεινε εκτός όλων των στόχων και οι εμφανίσεις της προβλημάτιζαν. Αρχικά η διοίκηση αποφάσισε να τερματίσει τη συνεργασία μαζί του στο τέλος της σεζόν, όμως αντί αυτού απολύθηκε τον Απρίλη του 2011. Ήταν πάντως αυτός που έβαλε τις βάσεις για την εξαιρετική ομάδα που καθοδήγησε ο Γιουπ Χάινκες τη διετία 2011-13 (δύο σερί τελικοί Champions League και τρεμπλ το 2013), αν και τα προβλήματα δεν έλειψαν ούτε στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Ο δύσκολος χαρακτήρας του τον έκανε να έρθει αρκετές φορές σε κόντρες με τους παίκτες του (ο Λούκα Τόνι δε θέλει ούτε να τον βλέπει), ενώ κυκλοφορεί και ένα περιστατικό σύμφωνα με το οποίο στη διάρκεια της κρίσης που πέρασε η Μπάγερν το 2011, ο Ολλανδός κατέβασε τα παντελόνια του και έδειξε τα… γεννητικά του όργανα μπροστά σε όλη την ομάδα, θέλοντας να δείξει πως έχει τα… κότσια να αφήσει στον πάγκο οποιονδήποτε παίκτη!

Ο μαθητής (Μουρίνιο) νίκησε τον δάσκαλο (Φαν Χάαλ) στον τελικό του Champions League το 2010 στη Μαδρίτη μεταξύ της Ίντερ και της Μπάγερν

 

Η επόμενη πρόκληση στην καριέρα του ήταν η επιστροφή στην εθνική Ολλανδίας. Ο Φαν Χάαλ ένιωθε πως κάτι χρωστούσε στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του, έτσι αυτή τη φορά οι «οράνιε» όχι μόνο πέρασαν στα τελικά του Μουντιάλ του 2014 στη Βραζιλία, αλλά κατάφεραν και άφησαν το δικό τους στίγμα στη διοργάνωση. Βασιζόμενος στις «παλιοσειρές» (Ρόμπεν, Σνάιντερ, Φαν Πέρσι, Κάουτ, Χούντελααρ) αλλά και παρουσιάζοντας παίκτες μέχρι τότε άγνωστους στο ευρύ κοινό (Ντε Φράι, Μάρτινς Ίντι, Γιάνμαατ, Μπλιντ, Ντεπάι), οδήγησε τις «τουλίπες» ως την κατάκτηση της τρίτης θέσης στη διοργάνωση, σημειώνοντας και κάποιες σπουδαίες νίκες σε εκείνη την πορεία όπως το εντυπωσιακό 5-1 επί της πρωταθλήτριας κόσμου Ισπανίας στους ομίλους, τη φοβερή ανατροπή κόντρα στο Μεξικό στους «16» (από 0-1 σε 2-1 στα τελευταία λεπτά) και το 3-0 επί της καταρρακωμένης από το διασυρμό κόντρα στους Γερμανούς Βραζιλίας στο μικρό τελικό. Μια στιγμή του Ολλανδού που μένει χαραγμένη από αυτή τη διοργάνωση ήταν η έμπνευσή του να περάσει τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα Τιμ Κρουλ στο τέλος της παράτασης του προημιτελικού με την Κόστα Ρίκα, με τον γκολκίπερ της Νιούκαστλ να τον δικαιώνει πιάνοντας δύο πέναλτι στη σχετική διαδικασία.

Το 2002 ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον είχε ανακοινώσει πως θα αποχωρούσε από τον πάγκο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, με τον Φαν Χάαλ να προβάλλει ως ο επικρατέστερος αντικαταστάτης του. Ο Σκωτσέζος στη συνέχεια άλλαξε γνώμη, έτσι ο Ολλανδός δεν πήγε τότε στο «Ολντ Τράφορντ». Η ζωή τα έφερε έτσι όμως ώστε δώδεκα χρόνια αργότερα ο Φαν Χάαλ να αναλάβει την τεχνική ηγεσία των «μπέμπηδων», σε μια προσπάθεια να τους επαναφέρει στις επιτυχίες που έζησαν επί σερ Άλεξ, μετά την καταστροφική χρονιά του Ντέιβιντ Μόγιες. Στο Μάντσεστερ όμως δεν κατάφερε να πετύχει. Στις δύο σεζόν που κάθισε στον πάγκο των «κόκκινων διαβόλων» η Γιουνάιτεντ πραγματοποίησε πολύ μέτριες πορείες, όμως την πρώτη χρονιά κατάφερε τουλάχιστον να την επαναφέρει στο Champions League. Τη δεύτερη χρονιά η ομάδα τερμάτισε στην πέμπτη θέση, αποκλείστηκε στους ομίλους του Champions League και από τη Λίβερπουλ στους «16» του Europa League, όμως ο Φαν Χάαλ έφυγε με ψηλά το κεφάλι αφού πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Αγγλίας. Ίσως η σημαντικότερη παρακαταθήκη που άφησε στη Γιουνάιτεντ ήταν το ότι ανέδειξε κάποιους νεαρούς ποδοσφαιριστές, με σημαντικότερο όλων τον Μάρκους Ράσφορντ.

Η δουλειά του στη Μάντσεστερ ήταν και η τελευταία του ως προπονητής, αφού από το καλοκαίρι του 2016 μέχρι σήμερα δεν εργάστηκε πουθενά αλλού. Με την ανακοίνωση της απόσυρσής του τερματίστηκε μια μεγάλη προπονητική καριέρα 25 ετών στη διάρκεια της οποίας ο Φαν Χάαλ έζησε τα πάντα. Όπως αναφέραμε και παραπάνω ήταν ένας χαρακτήρας δύσκολος, όμως αναγνωρίζεται από όλους ως ένας εξαιρετικός προπονητής και ένας μεγάλος καθοδηγητής για τους νεότερους. Δεν απέφυγε τα λάθη, όμως σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή και άσκησε τη δική του επιρροή με τη φιλοσοφία του για το ποδόσφαιρο. Ό, τι έκανε, σωστό η λάθος, επιτυχές ή ατυχές, το έκανε όπως λέει και ο Φρανκ Σινάτρα, με τον… δικό του τρόπο. Και ίσως γι’ αυτό να αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους μεγαλύτερους και πιο επιτυχημένους προπονητές που πέρασαν από το ποδόσφαιρο.

Πίσω