Ομάδες που έγραψαν ιστορία: Η Χόνβεντ του Πούσκας
2018-10-30 17:04Αυτό είναι το πρώτο κείμενο μιας νέας σειράς αφιερωμάτων που ξεκινάει στο blog μας και αφορά στις μεγαλύτερες ομάδες που εμφανίστηκαν στην ιστορία του ευρωπαϊκού αλλά και παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Τις ομάδες που με τα κατορθώματά τους, τις πορείες τους, τους τίτλους, τους εξαιρετικούς τεχνικούς που τις καθοδήγησαν αλλά φυσικά και τους μεγάλους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν τη φανέλα τους, άφησαν το δικό τους ανεξίτηλο σημάδι στην πορεία του αθλήματος μέσα στα χρόνια και σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή. Σε αυτό το πρώτο αφιέρωμα, ξεκινάμε με τη σπουδαία Χόνβεντ του Φέρεντς Πούσκας και των άλλων μεγάλων αστέρων. Ελάτε μαζί μας σε αυτό το όμορφο ταξίδι.
Του Ανδρέα Λεκάκη
Η Χόνβεντ Βουδαπέστης ιδρύθηκε στις 3 Αυγούστου 1909 και αποτελεί έναν τεράστιο αθλητικό οργανισμό, κυρίως γνωστό όμως για τα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα. Στα 109 χρόνια ιστορίας της μετρά 14 πρωταθλήματα και παρά το γεγονός πως δεν είναι ο πιο επιτυχημένος ουγγρικός σύλλογος, αφού τα πρωτεία ανήκουν στη μεγάλη Φερεντσβάρος, είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο κυρίως για εκείνη τη σπουδαία ομάδα που διέθετε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, αποτελούμενη από παίκτες-θρύλους όπως ο Πούσκας, ο Κόκτσις ή ο Τσίμπορ, οι οποίοι φυσικά ήταν και η βάση της εξαιρετικής εθνικής Ουγγαρίας εκείνης της εποχής.
Το αρχικό όνομα της ομάδας ήταν Κίσπεστ, από το προάστιο της Βουδαπέστης στο οποίο εδρεύει. Το 1949, η Κίσπεστ μετατράπηκε στην ομάδα του στρατού, παίρνοντας το όνομα Χόνβεντ, που σημαίνει «οι υπερασπιστές της πατρίδας». Άλλωστε, ήταν ευκολότερο να πειστούν οι νεαροί ποδοσφαιριστές πως η στρατιωτική τους θητεία θα ήταν περισσότερο ευχάριστη αν έπαιζαν ποδόσφαιρο. Ο Σάντορ Κόκτσις για παράδειγμα, ένας από τους κορυφαίους επιθετικούς της δεκαετίας του ’50 και πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ του 1954, είχε φτάσει σε ηλικία στράτευσης το 1950 όταν του δόθηκε η επιλογή είτε να παίξει για τη Χόνβεντ είτε να υπηρετήσει σε κάποιο στρατόπεδο στα σύνορα, επιλέγοντας φυσικά το πρώτο.
Κάπως έτσι λοιπόν, ο Κόκτσις προστέθηκε σε μία ομάδα που είχε ήδη στις τάξεις της τον Φέρεντς Πούσκας και τον Γιόζεφ Μπόζικ, οι οποίοι προέρχονταν από τις ακαδημίες της και αγωνίζονταν ήδη στην πρώτη ομάδα από το 1943. Την ίδια χρονιά με τον Κόκτσις πήγε στην ομάδα και ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσικς, βασικός γκολκίπερ της εθνικής Ουγγαρίας στην εποχή της ακμής της «Αράντσιπατ». Λίγο αργότερα προστέθηκαν στο δυναμικό του συλλόγου παίκτες όπως ο Λάζλο Μπουντάι από τη Φερεντσβάρος, ο Γκιούλα Λόραντ από τη Βάσας, μετέπειτα προπονητής του ΠΑΟΚ που οδήγησε τους Θεσσαλονικείς στο πρώτο τους πρωτάθλημα το 1976 και ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στις 31 Μαΐου 1981 στον πάγκο του «Δικεφάλου» στη διάρκεια ενός παιχνιδιού με τον Ολυμπιακό στην Τούμπα, αλλά και ο Ζόλταν Τσίμπορ, επίσης σπουδαίος επιθετικός της εποχής, ο οποίος πήρε μεταγραφή το 1953 από την Τσέπελ.
Ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο Φέρεντς Πούσκας, ήταν το αστέρι εκείνης της Χόνβεντ
Η ταυτόχρονη παρουσία όλων αυτών των παικτών στην ομάδα, συνδέθηκε με την περίοδο δόξας της. Μέσα στη δεκαετία του ’50, οι «παντοδύναμοι Μαγυάροι» όπως ήταν το παρατσούκλι που είχε δοθεί τότε στη Χόνβεντ, κατέκτησαν τέσσερα πρωταθλήματα Ουγγαρίας (1950, 1952, 1954, 1955), το ένα από αυτά μάλιστα ως αήττητοι (1952). Παρά το γεγονός πως τις βάσεις για την επιτυχία ίσως έθεσε ο πατέρας του Φέρεντς Πούσκας, που προπόνησε τον σύλλογο μέσα στη δεκαετία του ’40 και ως το 1951 πανηγυρίζοντας και το πρώτο από τα τέσσερα πρωταθλήματα εκείνης της περιόδου, τα εύσημα πηγαίνουν στον Γένο Κάλμαρ, υπό τις οδηγίες του οποίου ήρθαν οι υπόλοιποι τρεις τίτλοι.
Αξίζει να αναφέρουμε πως τη σεζόν 1947-48, όπως και τη σεζόν 1956-57, προπονητής της Χόνβεντ ήταν ο Μπέλα Γκούτμαν, ο θρυλικός γυρολόγος προπονητής που πέρασε από 25 διαφορετικές ομάδες (ανάμεσά τους και ο Παναθηναϊκός) και πήρε τίτλους σε πέντε διαφορετικές χώρες, με μεγαλύτερη επιτυχία του φυσικά τα δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών που κατέκτησε με τη Μπενφίκα το 1961 και το 1962. Επρόκειτο για έναν ιδιόρρυθμο και εκρηκτικό προπονητή, ο οποίος στο ημίχρονο ενός αγώνα πρωταθλήματος της Χόνβεντ με την Γκιόρ εξέφρασε τα παράπονά του σε έναν παίκτη του, τον Μιχάλι Πάτι, λέγοντάς του πως δε θα τον χρησιμοποιήσει στο δεύτερο ημίχρονο κι ας σήμαινε αυτό πως η ομάδα του θα έπαιζε με παίκτη λιγότερο. Ο Πούσκας, επίσης δύσκολος χαρακτήρας, είπε στον Πάτι να βγει να παίξει, κάτι που έκανε, παρακούοντας τον προπονητή του. Η αντίδραση του Ούγγρου τεχνικού ήταν να περάσει όλο το δεύτερο ημίχρονο στις κερκίδες διαβάζοντας ένα περιοδικό για ιπποδρομίες και μετά το τέλος του αγώνα να φύγει με το τραμ και να μη γυρίσει ξανά ποτέ! Πάντως ο Γκούτμαν, μαζί με τον Μάρτον Μπούκοβι (προπονητή της άλλης μεγάλης ουγγρικής ομάδας τότε, της ΜΤΚ Βουδαπέστης, αλλά και αργότερα προπονητή του Ολυμπιακού με τον οποίο πήρε δύο πρωταθλήματα το 1966 και το 1967) και φυσικά τον Γκούσταβ Σέμπες, προπονητή της εθνικής Ουγγαρίας, υπήρξαν οι τρεις σημαντικότεροι τεχνικοί που έβγαλε η χώρα, με τις μεθόδους τους και τις τακτικές τους να θεωρούνται ριζοσπαστικές και να έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στην εξέλιξη του παιχνιδιού.
Τα κατορθώματα και η φήμη της Χόνβεντ εκείνη την περίοδο είχαν περάσει τα ουγγρικά σύνορα και είχαν διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη. Στις 13 Δεκεμβρίου 1954 λοιπόν, η ομάδα ταξίδεψε στην Αγγλία για να παίξει ένα φιλικό παιχνίδι με την πρωταθλήτρια και πανίσχυρη τότε Γουλβς. Στον λασπωμένο αγωνιστικό χώρο του «Μολινό», οι αστέρες της Χόνβεντ προηγήθηκαν με 2-0 στο ημίχρονο, όμως οι «λύκοι» γύρισαν το παιχνίδι και επικράτησαν με 3-2. Η αλαζονεία των Άγγλων μετά από το παιχνίδι εκείνο (έχοντας νικήσει κι άλλες δυνατές τότε ομάδες όπως η Σέλτικ και η Σπαρτάκ Μόσχας) αλλά και οι υπερβολές των αγγλικών εφημερίδων που ανακήρυσσαν από μόνες τους τη Γουλβς ως πρωταθλήτρια κόσμου, υπήρξαν η αφορμή για τη γέννηση της σημαντικότερης διοργάνωσης του πλανήτη σε επίπεδο συλλόγων, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το οποίο μπήκε στις ζωές όλων ένα χρόνο αργότερα!
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, οι σπουδαίοι παίκτες της Χόνβεντ εκείνης της εποχής (Πούσκας, Κόκτσις, Τσίμπορ, Μπόζικ, Γκρόσικς) αποτέλεσαν και τη βάση της εκπληκτικής εθνικής Ουγγαρίας της δεκαετίας του ’50. Καθοδηγούμενη από έναν εξαιρετικό προπονητή, τον Γκούσταβ Σέμπες, η «Αράντσιπατ» είχε αφήσει τότε άφωνο όλον τον ποδοσφαιρικό πλανήτη με τα κατορθώματά της. Τα κυριότερα εξ αυτών ήταν η κατάκτηση του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου στο Ελσίνκι το 1952, η τεράστια νίκη κόντρα στην Αγγλία στο φιλικό της 25ης Νοεμβρίου 1953 στο «Γουέμπλεϊ» με 6-3, τότε που οι Ούγγροι έγιναν η πρώτη μη βρετανική ομάδα που νικάει τους Άγγλους στην έδρα τους από το 1871 (!) παρουσιάζοντας ένα άψογο τακτικά και τεχνικά παιχνίδι, το πρωτάθλημα Κεντρικής Ευρώπης την ίδια χρονιά και φυσικά η παρουσία της ως τον τελικό του Μουντιάλ του 1954 στην Ελβετία, όταν και γνώρισε την ήττα από τους Δυτικογερμανούς με 3-2 και της αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «βασίλισσα χωρίς στέμμα».
Ο Σέμπες ήταν μεγάλος θαυμαστής της «Wunderteam», της σπουδαίας εθνικής Αυστρίας της δεκαετίας του ’30, αλλά και της εθνικής Ιταλίας της ίδιας περιόδου. Επειδή εκείνες οι ομάδες αντλούσαν τους παίκτες τους από έναν ή δύο συλλόγους, επιθυμούσε και εκείνος να κάνει το ίδιο και στράφηκε κυρίως στη Χόνβεντ αλλά και στην ΜΤΚ Βουδαπέστης, αφού το κομμουνιστικό καθεστώς της Ουγγαρίας δεν του επέτρεπε να «κοιτάξει» προς το μέρος της Φερεντσβάρος, η οποία εκπροσωπούσε δεξιές αντιλήψεις. Από την ΜΤΚ πήρε τον Νάντορ Χιντεγκούτι, έναν εξαιρετικό ποδοσφαιριστή τον οποίο ο Μπούκοβι χρησιμοποιούσε ως οπισθοχωρημένο επιθετικό που επέτρεπε στους ακραίους να ανεβαίνουν και να δημιουργούν μια ευέλικτη επιθετική γραμμή. Ο Χιντεγκούτι αρχικά δεν ήταν βασικός στα πλάνα του Σέμπες στην εθνική, όπως καλά καλά ούτε σε αυτά του Μπούκοβι στην ΜΤΚ, όμως ένα φιλικό στην Ελβετία το 1952, με τον ίδιο να μπαίνει στη θέση του βασικού τότε φορ Παλοτάι την ώρα που η Ουγγαρία έχανε με 2-0 και να έχει μια εξαιρετική απόδοση βοηθώντας την ομάδα να γυρίσει το σκορ σε 4-2, τον έχρισε βασικό και αναντικατάστατο. Ταίριαξε εξαιρετικά στην επίθεση με τους αστέρες της Χόνβεντ και μάλιστα ήταν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές στη μεγάλη νίκη επί των Άγγλων στο Λονδίνο. Ο τρόπος παιχνιδιού του βοηθούσε πολύ να αναδειχθούν ακόμη περισσότερο στο σκοράρισμα παίκτες όπως ο Πούσκας και ο Κόκτσις.
Η εθνική Ουγγαρίας της δεκαετίας του '50 υπήρξε μία από τις καλύτερες ομάδες που είδε ποτέ ο κόσμος, αποτελούμενη ως επί το πλείστον από παίκτες της Χόνβεντ
Τα γεγονότα της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956, της αντισοβιετικής εξέγερσης κατά της κυβέρνησης της χώρας που τερματίστηκε από την εισβολή των Σοβιετικών στη Βουδαπέστη και άφησε πίσω της χιλιάδες νεκρούς, αποτέλεσε την αρχή του τέλους για εκείνη τη μεγάλη ομάδα της Χόνβεντ και ως λογικό επακόλουθο το ίδιο συνέβη και με την εθνική Ουγγαρίας. Βέβαια, τα προβλήματα είχαν αρχίσει δύο χρόνια νωρίτερα, όταν κατά την επιστροφή των Ούγγρων από την Ελβετία μετά την απώλεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, υπήρξαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και οργισμένες αντιδράσεις του κόσμου, με τους διεθνείς να μεταφέρονται σε μια πόλη στα βόρεια, την Τάτα, για να αποφύγουν τις φασαρίες. Χαρακτηριστικό είναι πως στα παιχνίδια πρωταθλήματος που ακολούθησαν για τη Χόνβεντ, ο Πούσκας αποδοκιμαζόταν ενώ ο Γκρόσικς μάλιστα συνελήφθη!
Η Χόνβεντ πήρε μέρος στο δεύτερο Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας τη σεζόν 1956-57, έχοντας κληρωθεί με την Αθλέτικ Μπιλμπάο στον πρώτο γύρο. Στο πρώτο ματς στην Ισπανία έχασε 3-2, όμως λόγω των γεγονότων του 1956, οι παίκτες της δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην Ουγγαρία και έδωσαν τη ρεβάνς στο «Χέιζελ» των Βρυξελλών, όπου μια ισοπαλία εκεί με 3-3 σήμαινε τον αποκλεισμό τους από τη συνέχεια. Ποιος ξέρει ποια θα ήταν υπό άλλες συνθήκες η πορεία της στην κορυφαία διοργάνωση; Λόγω της Ουγγρικής Επανάστασης, η Χόνβεντ και η ΜΤΚ πήραν μέρος σε ευρωπαϊκές περιοδείες για να απομακρύνουν τους παίκτες τους από τις συγκρούσεις, με τους «παντοδύναμους Μαγυάρους» μάλιστα να φτάνουν και μέχρι τη Βραζιλία για να παίξουν σε τουρνουά. Αξίζει να σημειωθεί πως οι Μεξικανοί τους είχαν προτείνει πολιτικό άσυλο και μια θέση στο πρωτάθλημα της χώρας, όμως οι άνθρωποι της Χόνβεντ αρνήθηκαν.
Όταν επέστρεψαν στην Ευρώπη, τους ανακοινώθηκε από τη FIFA πως θα τιμωρηθούν για την απουσία τους και κάπως έτσι ξεκίνησε το κύμα φυγής από την ομάδα. Παρά το γεγονός πως κάποιοι επέστρεψαν στην Ουγγαρία, όπως ο Μπόζικ, ο Μπουντάι, ο Λόραντ και ο Γκρόσικς, τα πολύ μεγάλα αστέρια συμφώνησαν με ομάδες της Δυτικής Ευρώπης και αποχώρησαν. Έτσι, ο Πούσκας υπέγραψε στη Ρεάλ Μαδρίτης, με τον «καλπάζοντα συνταγματάρχη» να κερδίζει μεταξύ άλλων τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών με τη «βασίλισσα», ενώ οι Κόκτσις και Τσίμπορ κατέληξαν στη Μπαρτσελόνα. Όπως γίνεται κατανοητό, η Χόνβεντ δεν ήταν ποτέ πια η ίδια.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 αλλά και στις αρχές αυτής του ’90, ο σύλλογος της Βουδαπέστης πέρασε άλλη μία χρυσή περίοδο, κατακτώντας οκτώ πρωταθλήματα, ενώ τον τελευταίο της τίτλο τον κέρδισε στο πρωτάθλημα της προπέρσινης σεζόν. Όπως και να’ χει όμως, το όνομα της Χόνβεντ θα είναι πάντα συνυφασμένο με εκείνη τη σπουδαία ομάδα της παρέας του Πούσκας που σημάδεψε μία εποχή.
Πηγές: "Αντιστρέφοντας την πυραμίδα", Jonathan Wilson, εκδ. Polaris, 2010
"Παιχνίδι χωρίς όρια", Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκδ. Τόπος, 2008
"Ταξίδι στ' αστέρια", Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκδ. Τόπος, 2016
———
Πίσω