Ομάδες που έγραψαν ιστορία: Η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι

2019-02-27 14:54

Του Ανδρέα Λεκάκη

 

Σήμερα η Μίλαν είναι ένα κλαμπ που προσπαθεί να βρεθεί ξανά στον δρόμο των επιτυχιών, ζώντας με τις μνήμες των μεγάλων επιτευγμάτων της τα προηγούμενα χρόνια. Οι «ροσονέρι» έχουν καθιερωθεί ως ένας από τους σπουδαιότερους συλλόγους στην Ευρώπη και τον κόσμο, όντας μια ομάδα που μην ξεχνάμε πως έχει 18 διεθνείς τίτλους στην τροπαιοθήκη της και πως είναι η δεύτερη πιο επιτυχημένη στην ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, έχοντας συνολικά 7 κατακτήσεις. Ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της καθιέρωσης της Μίλαν στην ελίτ του ευρωπαϊκού και παγκοσμίου ποδοσφαίρου ανήκει σε εκείνη την ομάδα των τελών της δεκαετίας του ’80 και των αρχών αυτής του ’90, που με προπονητή τον Αρίγκο Σάκι και παίκτες όπως οι Μαλντίνι, Ράικαρντ, Γκούλιτ και Φαν Μπάστεν προκάλεσε τον θαυμασμό ολόκληρου του ποδοσφαιρικού κόσμου με τον τρόπο παιχνιδιού της και τα κατορθώματά της.

Ίσως βέβαια τίποτα από αυτά να μην είχε συμβεί αν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 δε συντελούνταν ένα γεγονός που άλλαξε τη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου. Η αγορά του από τον μεγιστάνα των ΜΜΕ και μετέπειτα πρωθυπουργό της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η Μίλαν ήταν ήδη ένα σπουδαίο κλαμπ στο διεθνές στερέωμα (δυο φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1963 και το 1969), όμως όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται περίεργο, εκείνη την περίοδο ήταν μια ομάδα που «βολόδερνε» ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία! Το 1980 είχε υποβιβαστεί λόγω παράνομων στοιχημάτων στη δίνη του σκανδάλου Totonero και αφού κατάφερε να ανέβει ένα χρόνο μετά, υποβιβάστηκε ξανά την αμέσως επόμενη χρονιά τερματίζοντας τρίτη από το τέλος στο πρωτάθλημα! Για να καταλάβει κανείς πόσο είχε ξεπέσει η Μίλαν σαν σύλλογος εκείνη την περίοδο, αρκεί να ανατρέξει στα λόγια του Τόνι Γούντκοκ, ο οποίος ήταν ο πρώτος υποψήφιος για να αναλάβει ως προπονητής μετά τη νέα επιστροφή της ομάδας στην πρώτη κατηγορία: «Ευχαριστώ αλλά δεν καλύπτει τις φιλοδοξίες μου ένα μέτριο κλαμπ που ανεβοκατεβαίνει κατηγορίες» είχε πει ο Άγγλος πηγαίνοντας τελικά στην Άρσεναλ!

Ο Μπερλουσκόνι αγόρασε την ομάδα το 1986 σώζοντάς την από τη χρεοκοπία και έχοντας όραμα να την ξανακάνει μεγάλη, κάτι που τελικά κατάφερε. Όρισε ως δεξί του χέρι τον Αντριάνο Γκαλιάνι, έναν ικανότατο άνθρωπο ο οποίος έτρεξε την ομάδα για περισσότερο από 30 χρόνια και ήταν παρών σε όλες τις μεγάλες επιτυχίες της, ενώ το 1987 προσέλαβε για προπονητή τον Αρίγκο Σάκι, σε μία κίνηση με πολύ μεγάλο ρίσκο που λίγοι φαντάζονταν τότε πόσο κομβική θα ήταν για τη μετέπειτα πορεία του συλλόγου.

Ο Αρίγκο Σάκι προερχόταν από το Φουζινιάνο, μια μικρή κοινότητα επτά χιλιάδων ανθρώπων στην επαρχία της Ραβένα, και για να βγάζει τα προς το ζην δούλευε ως υπάλληλος στο εργοστάσιο παπουτσιών του πατέρα του. Λάτρευε το ποδόσφαιρο, όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα για να αγωνιστεί ούτε στη Μπαράκο Λούκο, την τοπική ομάδα της γενέτειράς του. Κατάφερε ωστόσο να γίνει προπονητής της μόλις στα 26 του χρόνια, ενώ γενικότερα συνειδητοποίησε πως από αυτό το πόστο θα μπορούσε να μεταλαμπαδεύσει τις δικές του ιδέες και τη δική του φιλοσοφία για τον τρόπο που θα πρέπει να παίζεται το άθλημα. Ο Σάκι πίστευε πως το ιταλικό ποδόσφαιρο θα έπρεπε να πάψει να βασίζεται τόσο πολύ στην άμυνα (το λεγόμενο κατενάτσιο το οποίο λάνσαραν οι ιταλικές ομάδες στην πλειοψηφία τους τα προηγούμενα χρόνια) και πως υπήρχε η δυνατότητα να ξεκινήσουν οι ομάδες να παίζουν με έναν πιο σύγχρονο, επιθετικό τρόπο. Ήταν άλλωστε θαυμαστής της σπουδαίας Χόνβεντ του Πούσκας, της Ρεάλ Μαδρίτης του Ντι Στέφανο, της μεγάλης Βραζιλίας του ’70 αλλά και της Ολλανδίας του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου». Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος, τα ταξίδια που έκανε με τον πατέρα του όταν ήταν μικρότερος ανά την Ευρώπη τον βοήθησαν να διευρύνει τους ορίζοντές του και να γεμίσει εμπειρίες. Αυτό που ήθελε ήταν να φέρει κάτι καινοτόμο, κάτι πρωτοποριακό στο ιταλικό ποδόσφαιρο το οποίο η αλήθεια ήταν πως είχε μείνει πίσω σε σχέση με το ποδόσφαιρο που παιζόταν στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Αρίγκο Σάκι ήταν ένας αναμορφωτής που άλλαξε ως ένα βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι ιταλικές ομάδες το ποδόσφαιρο

 

Μετά την ομάδα της πόλης του ο Σάκι δούλεψε στη Μπελάρια, στην Τσεζένα που βρισκόταν στη δεύτερη κατηγορία και στη Ρίμινι που ήταν στην τρίτη κατηγορία, την οποία λίγο έλειψε να οδηγήσει στον τίτλο. Έκανε εξαιρετική δουλειά στην ομάδα Νέων της Φιορεντίνα και από κει πήρε το εισιτήριο να δουλέψει στην Πάρμα, που τότε όμως βρισκόταν στην τρίτη εθνική. Αμέσως την ανέβασε, βασιζόμενος πάντα στο επιθετικό παιχνίδι χωρίς σε καμία περίπτωση να αμελεί την άμυνα. Το γεγονός πως εκείνη τη χρονιά συνάντησε δύο φορές τη Μίλαν στο Κύπελλο Ιταλίας και τη νίκησε και τις δύο με το ίδιο σκορ (1-0), έκανε το νέο ιδιοκτήτη των «ροσονέρι» να εκτιμήσει πολύ τις δυνατότητές του. Πριν καλά καλά το καταλάβει κι ο ίδιος, ο Μπερλουσκόνι του έδωσε τη δυνατότητα να ζήσει τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του, να γίνει ο προπονητής της Μίλαν.

Η πρόσληψη του Σάκι στον πάγκο της ομάδας αντιμετωπίστηκε από πολλούς με δυσπιστία και αμφισβήτηση. Ένας άνθρωπος που δεν είχε παίξει ποτέ μπάλα επαγγελματικά και δεν είχε δοκιμαστεί ως προπονητής σε τόσο υψηλό επίπεδο θα ήταν πολύ δύσκολο να πετύχει στη Μίλαν. Σε όσους τον κατέκριναν, ο Σάκι έδωσε μια αφοπλιστική απάντηση: «Δεν είναι υποχρεωτικό να έχεις διατελέσει άλογο για να γίνεις επιτυχημένος τζόκεϊ» είχε πει σε μια φράση που έμεινε στην ιστορία. Ο Ιταλός τεχνικός ήξερε καλά πως ήταν πολύ πιθανό να βιώσει αυτή την αμφισβήτηση και από τους ποδοσφαιριστές του. Γι’ αυτό και στην πρώτη προπόνηση φρόντισε να τους… κόψει τον αέρα: «Εγώ μπορεί να προέρχομαι από το Φουζινιάνο και να μην έχω κερδίσει τίποτα αλλά εσείς τι έχετε κερδίσει;». Δεν είχε άδικο. Ο τελευταίος τίτλος της Μίλαν πέρα από τα πρωταθλήματα της Serie B ήταν το πρωτάθλημα του 1979.

Ο Σάκι πάντως είχε στη διάθεσή του ένα εξαιρετικό υλικό για να δουλέψει. Ο εμβληματικός Φράνκο Μπαρέζι και ο τότε ανερχόμενος και μετέπειτα ηγέτης της ομάδας Πάολο Μαλντίνι προέρχονταν από τα σπλάχνα του συλλόγου και ήταν το σημείο αναφοράς στα μετόπισθεν. Έπαιξαν και οι δύο σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους στην ομάδα και μάλιστα οι φανέλες τους (το “6” του Μπαρέζι και το “3” του Μαλντίνι) έχουν αποσυρθεί προς τιμήν τους. Ο Μαλντίνι μάλιστα έγινε ο δεύτερος πιο επιτυχημένος παίκτης στην ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών πίσω από τον Χέντο, φτάνοντας τις 5 κατακτήσεις. Το ίδιο και ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα, που ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές του τεχνικού των «ροσονέρι». Ο Ρομπέρτο Ντοναντόνι ήταν ένας σύγχρονος και ικανότατος εξτρέμ, ενώ ο Κάρλο Αντσελότι που μετακινήθηκε στη Μίλαν από τη Ρόμα την πρώτη χρονιά του Σάκι αποδείχθηκε ένας υπερπολύτιμος χαφ για την ομάδα κι ας έφτασε στο Μιλάνο σε σχετικά μεγάλη ηλικία (28 ετών). Μερικά χρόνια αργότερα θα οδηγούσε ως προπονητής τους «ροσονέρι» σε τρεις ευρωπαϊκούς τελικούς και στην κατάκτηση δύο Champions League (2003, 2007). Την ίδια χρονιά η Μίλαν επένδυσε στο ολλανδικό στοιχείο αποκτώντας τον Ρούντ Γκούλιτ από την Αϊντχόβεν (κάτοχο της Χρυσής Μπάλας το 1987) και τον Μάρκο Φαν Μπάστεν από τον Άγιαξ, ο οποίος μόλις είχε κατακτήσει μεταξύ άλλων και το Κύπελλο Κυπελλούχων υπό τις οδηγίες του Γιόχαν Κρόιφ. Η παρουσία ποδοσφαιριστών τέτοιας αξίας σε συνδυασμό με την καθοδήγηση του πανέξυπνου Σάκι μπορούσαν να αλλάξουν επίπεδο τους «ροσονέρι», όπως κι έγινε.

Υπό τις οδηγίες του Σάκι, η Μίλαν έφτασε από την ανυποληψία ξανά στην κορυφή του ιταλικού και ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου

 

Η σεζόν δεν κύλησε με τον ιδανικότερο τρόπο αφού ο Σάκι στην πρώτη του ευρωπαϊκή εμπειρία βίωσε έναν οδυνηρό αποκλεισμό στον δεύτερο γύρο του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ από τη μετέπειτα κάτοχο του τροπαίου Εσπανιόλ, ενώ το μεγάλο μεταγραφικό απόκτημα, ο Φαν Μπάστεν, ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς και έπαιξε μόλις 11 παιχνίδια, τα περισσότερα προς το τέλος της περιόδου. Παρ’ όλα αυτά η Μίλαν κατάφερε να τερματίσει πρώτη στη Serie A με τρεις βαθμούς διαφορά από τη Νάπολι του Μαραντόνα (κάτοχο του τίτλου) και να πανηγυρίσει το πρώτο της πρωτάθλημα μετά από εννέα χρόνια! Η ομάδα του Αρίγκο Σάκι είχε δώσει για πρώτη φορά τα διαπιστευτήριά της ενώ η κατάκτηση του τίτλου της έδωσε τη δυνατότητα να πάρει μέρος στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, εκεί όπου έμελλε να καταφέρει σπουδαία πράγματα τα επόμενα χρόνια.

Το 1988 αποκτήθηκε και ο Φρανκ Ράικαρντ για να συμπληρώσει την ολλανδική τριπλέτα μαζί με Γκούλιτ και Φαν Μπάστεν, η οποία έγραψε ιστορία με την κοκκινόμαυρη φανέλα. Ο Ράικαρντ είχε περάσει την προηγούμενη σεζόν δανεικός στη Σαραγόσα καθώς αποχώρησε από τον Άγιαξ έχοντας έρθει σε ρήξη με τον Κρόιφ και είχε μεταγραφεί στη Σπόρτινγκ Λισσαβώνας, όμως δεν μπορούσε να παίξει καθώς η μεταγραφή θεωρήθηκε εκπρόθεσμη. Ο Σάκι επέμενε να τον πάρει στη Μίλαν και δικαιώθηκε. Οι τρεις Ολλανδοί, που μόλις εκείνο το καλοκαίρι κατέκτησαν με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας τους το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, τον πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα τίτλο στην ιστορία των «οράνιε», είχαν ένα τεράστιο μερίδιο στις επιτυχίες της ομάδας εκείνη την περίοδο. Ο Ράικαρντ ήταν ένας ευφυής χαφ με μεγάλα φυσικά χαρακτηριστικά που συνέθεσε ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Αντσελότι, ο Γκούλιτ ήταν ένας ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση που μπορούσε να προσφέρει σε πάρα πολλές θέσεις από τη μέση και μπροστά, ενώ ο Φαν Μπάστεν ήταν η επιτομή του σέντερ φορ και για πολλούς ακόμη και ο κορυφαίος επιθετικός στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Κέρδισε τρεις Χρυσές Μπάλες αγωνιζόμενος στη Μίλαν (1988, 1989, 1992) και ίσως να είχε καταφέρει ακόμη πιο σπουδαία πράγματα αν δεν ολοκλήρωνε την καριέρα του άδοξα μόλις στα 28 του χρόνια, τσακισμένος από τους τραυματισμούς στον αστράγαλο.

Ρουντ Γκούλιτ, Μάρκο Φαν Μπάστεν, Φρανκ Ράικαρντ. Το "τρίο" των Ολλανδών που μεγαλούργησε στη Μίλαν

 

Η Μίλαν θεωρούνταν ένα από τα φαβορί για να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών εκείνη τη χρονιά (1988-89), ωστόσο ο δρόμος της δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Στον πρώτο γύρο μπορεί να απέκλεισε με ευκολία τη βουλγαρική Βίτοσα με συνολικό σκορ 7-2 (καρέ τερμάτων ο Φαν Μπάστεν στη ρεβάνς του Μιλάνου), όμως στην επόμενη φάση κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα βρέθηκε αντιμέτωπη με τον αποκλεισμό. Οι Σέρβοι διέθεταν μια πολύ καλή ομάδα εκείνη την περίοδο και στο πρώτο ματς υποχρέωσαν τη Μίλαν σε ισοπαλία με 1-1 στο «Σαν Σίρο». Στη ρεβάνς του «Μαρακανά» στο Βελιγράδι, ο μετέπειτα άσος της Μίλαν Ντέγιαν Σαβίσεβιτς έβαλε μπροστά στο σκορ τον Αστέρα και με τους «ροσονέρι» να έχουν μείνει με εννιά παίκτες λόγω αποβολής των Βίρντις και Αντσελότι, τα πράγματα έμοιαζαν εξαιρετικά δύσκολα. Ωστόσο η Μίλαν βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο, την ομίχλη, η οποία είχε πέσει πυκνή την ώρα του αγώνα και είχε περιορίσει σημαντικά την ορατότητα. Ο αγώνας τελικά διακόπηκε και ξεκίνησε ξανά από την αρχή την επόμενη μέρα. Το παιχνίδι, που σημαδεύτηκε από τον τρομακτικό τραυματισμό του Ντοναντόνι από τον Γκόραν Βασίλιεβιτς (κινδύνευσε η ζωή του και ο φυσιοθεραπευτής του Αστέρα αναγκάστηκε να του κάνει τραχειοτομή για να μπορέσει να αναπνεύσει!), έληξε 1-1 (δε μέτρησε επίσης κανονικό γκολ της Μίλαν) και οι δυο ομάδες έλυσαν τις διαφορές τους στα πέναλτι. Χάρη στον τερματοφύλακά τους, Τζιοβάνι Γκάλι, ο οποίος έπιασε δύο πέναλτι, οι Μιλανέζοι προκρίθηκαν στην επόμενη φάση. «Ο Θεός ήταν μαζί μας σε εκείνο το παιχνίδι, αλλιώς δε θα είχε ξεκινήσει καν η πορεία μας» έχει δηλώσει ο Αντριάνο Γκαλιάνι.

Η Μίλαν δυσκολεύτηκε και στον επόμενο γύρο κόντρα στη Βέρντερ Βρέμης, αφού μετά από λευκή ισοπαλία στη Γερμανία η πρόκριση κρίθηκε στη ρεβάνς με ένα εύστοχο χτύπημα πέναλτι του Φαν Μπάστεν, σε ένα ζευγάρι πάντως που και οι δυο ομάδες είχαν παράπονα από τη διαιτησία. Το κατά πόσο ήταν ικανή η ομάδα του Σάκι να φτάσει ως την κατάκτηση του τροπαίου βρισκόταν υπό έντονη αμφισβήτηση, όμως μετά τα όσα έγιναν στους ημιτελικούς άπαντες παραδέχθηκαν την υπεροχή αυτής της ομάδας. Οι «ροσονέρι» συναντήθηκαν στη φάση εκείνη με τη Ρεάλ Μαδρίτης, σε ένα ζευγάρι που όλοι ήθελαν να δουν στον τελικό. Οι «μερένχες» διέθεταν μια από τις πιο πλήρεις ομάδες στην ιστορία τους (Μίτσελ, Σάντσες, Μπουτραγκένιο, Σούστερ), είχαν κατακτήσει δύο σερί Κύπελλα ΟΥΕΦΑ (1985, 1986) και έψαχναν το πρώτο τους Κύπελλο Πρωταθλητριών μετά από 23 χρόνια. Το πρώτο ματς του «Μπερναμπέου» έληξε ισόπαλο (1-1), όμως στον επαναληπτικό εκείνη η ομάδα της Μίλαν έδωσε μια απ’ τις κορυφαίες της παραστάσεις.

Διέλυσε τους Καστιγιάνους με 5-0 έχοντας πέντε διαφορετικούς σκόρερ (Αντσελότι, Ράικαρντ, Γκούλιτ, Φαν Μπάστεν, Ντοναντόνι), προκαλώντας τον θαυμασμό όλου του ποδοσφαιρικού πλανήτη. Όχι άδικα, πολλοί θεώρησαν πως εκείνοι οι ημιτελικοί ήταν ο πραγματικός τελικός και πως από τη στιγμή που απέκλεισαν και μάλιστα με τόσο εμφατικό τρόπο εκείνη τη σπουδαία Ρεάλ, οι «ροσονέρι» δε θα είχαν πρόβλημα να πάρουν το κύπελλο απέναντι στη Στεάουα Βουκουρεστίου στον τελικό του «Καμπ Νου» στη Βαρκελώνη. Οι Ρουμάνοι είχαν στεφθεί πρωταθλητές Ευρώπης τρία χρόνια πριν, όμως κόντρα σε εκείνη τη Μίλαν δεν είχαν καμία τύχη. «Στο τέλος είχα εξαντληθεί, σε όλη την καριέρα μου ποτέ άλλοτε δε μου έκαναν τόσα πολλά σουτ» είχε πει ο τερματοφύλακας της Στεάουα, Σίλβιου Λουνγκ. Δυο γκολ του Γκούλιτ και άλλα δύο του Φαν Μπάστεν (ο οποίος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 10 τέρματα εκείνη τη σεζόν) έδωσαν τη νίκη με το επιβλητικό 4-0 στην ιταλική ομάδα, η οποία 20 χρόνια μετά την τελευταία φορά ανέβαινε ξανά στην κορυφή της Ευρώπης! Αυτό ήταν. Η Μίλαν είχε επιστρέψει στην αφρόκρεμα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και ο υποδηματοποιός από το Φουζινιάνο ήταν αυτός που είχε καταφέρει να την ξανακάνει μεγάλη.

Ο Ρουντ Γκούλιτ σηκώνει ψηλά το Κύπελλο Πρωταθλητριών

 

«Την επομένη του τελικού με τη Στεάουα ξύπνησα με ένα συναίσθημα που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Είχα μια ασυνήθιστα γλυκιά γεύση στο στόμα. Ένιωσα πως ήταν η αποθέωση ενός έργου ζωής» θα δηλώσει ο Αρίγκο Σάκι. Αισθανόταν απόλυτα δικαιωμένος καθώς κατάφερε να περάσει με απόλυτη επιτυχία τη φιλοσοφία του στη Μίλαν, είχε κάνει μια ιταλική ομάδα να παίζει ένα πολύ όμορφο ποδόσφαιρο που τύγχανε καθολικής αποδοχής. Το πρέσινγκ, η συνεχής κίνηση και η εκμετάλλευση του χώρου ήταν το παν για αυτόν. Δεν του αρκούσε μόνο να παίρνει νίκες η ομάδα του, αλλά ήθελε να το κάνει αποδίδοντας ωραίο ποδόσφαιρο. «Ο Φαν Μπάστεν με ρωτούσε συχνά γιατί εκτός από το να κερδίζουμε θα πρέπει να το κάνουμε και με πειστικό τρόπο. Πριν μερικά χρόνια, τα περιοδικά “France Football” και “World Soccer” έκαναν τη δική τους λίστα με τις δέκα καλύτερες ομάδες στην ιστορία. Η δική μου Μίλαν ήταν μέσα και στις δύο. Πήρα αυτά τα περιοδικά και τα έδειξα στον Φαν Μπάστεν σαν απάντηση. Δεν το έκανα γιατί ήθελα να γράψω ιστορία. Ήθελα να δώσω 90 λεπτά χαράς στους ανθρώπους, ήμουν απλά ένας άνθρωπος που μου άρεσε να διδάσκω, ήμουν σεναριογράφος και σκηνοθέτης» έχει δηλώσει ο Σάκι. Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως ο Ιταλός δεν έδινε σημασία στην άμυνα και στο σωστό στήσιμο της ομάδας, ήταν ένας άψογος τακτικιστής. «Μια φορά στην προπόνηση πήρα τον Γκάλι και τους Τασότι, Μαλντίνι, Κοστακούρτα και Μπαρέζι και προκάλεσα άλλους δέκα παίκτες να προσπαθήσουν να τους βάλουν γκολ. Ο κανόνας ήταν πως αν έχαναν τη μπάλα θα έπρεπε να γυρίσουν δέκα μέτρα πιο πίσω. Το κάναμε συνέχεια και δεν έβαλαν γκολ. Ποτέ. Ήθελα έτσι να τους δείξω πως πέντε οργανωμένοι παίκτες μπορούν να κερδίσουν δέκα ανοργάνωτους» είχε τονίσει.

Την επόμενη χρονιά του ευρωπαϊκού θριάμβου (1989-90), η αλήθεια είναι πως η Μίλαν δεν έπιασε την ίδια υψηλή απόδοση. Μεγάλο ρόλο σε αυτό σίγουρα έπαιξαν και οι συχνοί τραυματισμοί του Γκούλιτ στο γόνατο, με τον Ολλανδό να χάνει το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν. Παρ’ όλα αυτά έφτασε σε μια νέα ευρωπαϊκή επιτυχία. Στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών δε συνάντησε εμπόδια κόντρα στην Ελσίνκι (5-0 συνολικό σκορ) ενώ στη συνέχεια πέρασε ξανά εις βάρος της Ρεάλ, πιο δύσκολα όμως αυτή τη φορά (νίκη 2-0 στο Μιλάνο ήττα 1-0 στη Μαδρίτη).

Το ίδιο μη πειστικό πρόσωπο έδειξαν οι «ροσονέρι» και στους επόμενους γύρους. Στα προημιτελικά χρειάστηκαν την παράταση για να αποκλείσουν τη βελγική Μαλίν, ενώ κόντρα στη Μπάγερν στους ημιτελικούς πέρασαν χάρη στο εκτός έδρας γκολ (νίκη 1-0 στο Μιλάνο, ήττα 2-1 στο Μόναχο). Στο «Πράτερ» της Βιέννης η Μίλαν αντιμετώπισε τη Μπενφίκα σε έναν από τους πιο φτωχούς από πλευράς θεάματος τελικούς στην ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και ένα γκολ του Ράικαρντ ήταν αρκετό για να στέψει την ομάδα του Σάκι πρωταθλήτρια Ευρώπης για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Από τότε θα έπρεπε να περάσουν 27 ολόκληρα χρόνια μέχρι η Ρεάλ Μαδρίτης να επικρατήσει της Γιουβέντους στον τελικό του Κάρντιφ και να γίνει η πρώτη ομάδα μετά από εκείνη τη Μίλαν-και πρώτη από καταβολής Champions League-που καταφέρνει να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της στη διοργάνωση.

Το δεύτερο συνεχόμενο Κύπελλο Πρωταθλητριών ήταν η απόδειξη πως εκείνη η Μίλαν ήταν μια από τις κορυφαίες ομάδες στην ιστορία, ενώ τα κατορθώματά της ενισχύθηκαν και με άλλους διεθνείς τίτλους, όπως δύο Σούπερ Καπ Ευρώπης και ισάριθμα Διηπειρωτικά Κύπελλα την ίδια περίοδο. Την αμέσως επόμενη σεζόν όμως ήρθαν τα προβλήματα. Ο Σάκι ήρθε σε ρήξη με τον Φαν Μπάστεν, ενώ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών ήρθε ένας περίεργος αποκλεισμός στα προημιτελικά από τη Μαρσέιγ. Μετά το 1-1 στο Μιλάνο, οι Μασσαλοί ήταν μπροστά με 1-0 στη ρεβάνς, όταν δυο λεπτά πριν τη λήξη ο κόσμος μπήκε μέσα στο γήπεδο παρερμηνεύοντας ένα σφύριγμα του διαιτητή και νομίζοντας πως ο αγώνας τελείωσε. Οι παίκτες της Μίλαν πήγαν για λόγους ασφαλείας στα αποδυτήρια και αρνήθηκαν να επιστρέψουν στον αγωνιστικό χώρο, με το παιχνίδι να ολοκληρώνεται ερήμην των «ροσονέρι», παρά τις «φωνές» τους για επανάληψη του αγώνα. Συν τοις άλλοις, στο πρωτάθλημα τερμάτισαν δεύτεροι πίσω από τη Σαμπντόρια, έχοντας άλλωστε να κατακτήσουν τον τίτλο από την πρώτη χρονιά του Σάκι, αφού το 1989 πανηγύρισε η Ίντερ και το 1990 η Νάπολι του Μαραντόνα.

Ο Σάκι αποχώρησε από τη Μίλαν το 1991 και ανέλαβε την εθνική Ιταλίας, οδηγώντας τους «ατζούρι» ως τον τελικό του Μουντιάλ στις ΗΠΑ το 1994 και βιώνοντας έναν οδυνηρό αποκλεισμό στο Euro της Αγγλίας το 1996 από τους ομίλους. Η Μίλαν συνέχισε υπό τις οδηγίες του Φάμπιο Καπέλο, ο οποίος είχε οριστεί αρχικά βοηθός του Σάκι. Σε αντίθεση με ό, τι ο Σάκι πίστευε, οι «ροσονέρι» όχι μόνο δεν είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο τους αλλά έφτασαν στην κατάκτηση τριών συνεχόμενων πρωταθλημάτων (το ένα μάλιστα αήττητοι) και τεσσάρων μέσα σε πέντε χρόνια, καθώς και σε τρεις ακόμη τελικούς Champions League! Οι δύο βέβαια ήταν χαμένοι: το 1993 από τη Μαρσέιγ στο «κύκνειο άσμα» του Φαν Μπάστεν (ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με τη Μίλαν στο οποίο αποχώρησε λόγω τραυματισμού και δεν επανήλθε ποτέ, ανακοινώνοντας την απόσυρσή του μετά από δύο χρόνια προσπαθειών να ανακάμψει) και το 1995 από τον Άγιαξ. Όμως το 1994 η Μίλαν του Καπέλο διέλυσε με 4-0 στην Αθήνα την περίφημη  “dream team”, τη Μπαρτσελόνα του Κρόιφ! «Όταν έφυγα από τη Μίλαν πίστευα ότι ήταν μια μεγάλη ομάδα που βάδιζε προς τη δύση της κλείνοντας τον κύκλο μιας ανεπανάληπτης περιόδου επιτυχιών. Προφανώς έκανα λάθος» θα πει ο Σάκι.

Η Μίλαν του Καπέλο ήταν τρομερά επιτυχημένη, ωστόσο μνημονεύεται λιγότερο από εκείνη του Σάκι, ίσως γιατί βασιζόταν κυρίως στο αμυντικό παιχνίδι (ο τελικός της Αθήνας ήταν φωτεινή εξαίρεση), σε αντίθεση με αυτή του τεχνικού από το Φουζινιάνο που συνήθως νικούσε με εμφατικό τρόπο. Ο Σάκι ήταν αυτός που έβαλε τις βάσεις για να βρεθεί το κλαμπ του Μιλάνου ξανά ανάμεσα στις κορυφαίες ομάδες και δεν είναι τυχαίο πως από την πρόσληψή του και μετά ξεκίνησε μια περίοδος (1987-1996) στην οποία οι «ροσονέρι» έφτασαν συνολικά σε πέντε ευρωπαϊκούς τελικούς και κατέκτησαν τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, ενώ πανηγύρισαν και πέντε πρωταθλήματα Ιταλίας. 

Πηγές: "Αντιστρέφοντας την πυραμίδα", Jonathan Wilson, εκδ. Polaris, 2010

            "Ταξίδι στ' αστέρια", Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκδ. Τόπος, 2016

Πίσω