Ομάδες που έγραψαν ιστορία: Η Ντιναμό Κιέβου του Λομπανόφσκι
2018-11-07 17:11Του Ανδρέα Λεκάκη
Η Ντιναμό Κιέβου αποτελεί την πιο επιτυχημένη ομάδα της Ουκρανίας και μια από τις σπουδαιότερες ομάδες στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, όντας και ο πρώτος σοβιετικός σύλλογος που προσέθεσε στη συλλογή του ευρωπαϊκό τρόπαιο. Στη μεγάλη ιστορία της Ντιναμό, ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τρεις διαφορετικές περίοδοι, στις οποίες είχε να επιδείξει πραγματικά αξιοθαύμαστες ομάδες που έφτασαν και σε πολύ σημαντικά επιτεύγματα. Κοινός παρονομαστής και των τριών αυτών περιόδων: ο προπονητής της, Βαλερί Λομπανόφσκι.
Ο Λομπανόφσκι υπήρξε για την ιστορία του ποδοσφαίρου ένας πολύ σημαντικός και πρωτοπόρος προπονητής, του οποίου η αναλυτική σκέψη και οι μέθοδοι θα μνημονεύονται για πάντα. Πρόκειται για τον κορυφαίο προπονητή στην ιστορία της Ντιναμό Κιέβου αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης. Στα νιάτα του υπήρξε ένας ιδιαίτερα χαρισματικός εξτρέμ για τη Ντιναμό, με την οποία κέρδισε το σοβιετικό πρωτάθλημα το 1961 και το κύπελλο τρία χρόνια αργότερα, όμως από τότε φαινόταν πόσο ανήσυχο πνεύμα ήταν όσον αφορούσε το ποδόσφαιρο και τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να παιζόταν. Για τον λόγο αυτό τα «έσπασε» με τον Βίκτορ Μασλόφ, τον προπονητή που ανέλαβε την ομάδα το 1964, διαφωνώντας με τη φιλοσοφία του και αποχωρώντας από τη Ντιναμό. Αγωνίστηκε για τα επόμενα δύο χρόνια στην Οδησσό με την Τσερνομόρετς αλλά και στο Ντόνετσκ με τη Σαχτάρ, πριν σταματήσει τη μπάλα στα 29 του μόλις χρόνια, απηυδισμένος από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι συμπατριώτες του το ποδόσφαιρο.
Ο Λομπανόφσκι ήταν ένα εξαιρετικό μυαλό. Παράλληλα με την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, σπούδαζε θερμοδυναμική στο Ινστιτούτο Επιστημών του Κιέβου, ενώ είχε στην κατοχή του και ένα χρυσό μετάλλιο στα μαθηματικά, την εποχή που τελείωσε το γυμνάσιο. Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ήταν έτοιμος να εργαστεί ως υδραυλικός, όταν μια πρόταση να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Ντνίπρο το 1969, που τότε αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία, έμελλε να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Του είχε παρουσιαστεί η ευκαιρία να μεταλαμπαδεύσει τις ιδέες του και να αλλάξει τη φιλοσοφία του παιχνιδιού στο σοβιετικό ποδόσφαιρο. Ουσιαστικά, η φιλοσοφία του είχε πολλές ομοιότητες με το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» που θεμελίωσε ο Άγιαξ εκείνη την εποχή. Για τον Λομπανόφσκι το παν ήταν η κατοχή της μπάλας και όταν αυτή χανόταν, η άμεση πίεση για να ανακτηθεί. Η γρήγορη κίνηση και εναλλαγή των παικτών, το παίξιμο με τη μία, ο έλεγχος του χώρου, ήταν όλα γνωρίσματα του τρόπου με τον οποίο ήθελε να παίζουν οι ομάδες του και φυσικά αυτός ο τρόπος ήταν που έφερε τις επιτυχίες για τις οποίες θα διαβάσετε παρακάτω.
Ο Βαλερί Λομπανόφσκι υπήρξε ένα από τα κορυφαία μυαλά της προπονητικής στην ιστορια του ποδοσφαίρου
Μετά από τρεις χρονιές στη Ντνίπρο, κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα στην πρώτη κατηγορία και στην πρώτη της χρονιά εκεί τερμάτισε έκτη, ένα πόντο πίσω από τη Ντιναμό. Το 1973 επέστρεψε στην ομάδα του Κιέβου, αυτή τη φορά ως προπονητής, με αυτή να είναι η αρχή μιας τεράστιας περιόδου γεμάτης επιτυχίες για τον σύλλογο. Μαζί του στην ομάδα πήγε και ο Ανατόλι Ζελέντσοφ σαν επικεφαλής της ατομικής προετοιμασίας των παικτών, ο άνθρωπος που ήταν το alter ego του Λομπανόφσκι και αυτός με τον οποίο συζητούσε όλα τα συστήματα, τις ιδέες και τις μεθόδους του. Κάποιες από τις μεθόδους του μάλιστα ήταν ιδιαίτερες, όπως το να βάζει τους παίκτες του να παίζουν σκάκι και να λύνουν διάφορα μαθηματικά τεστ για να «ακονίζουν» το μυαλό τους, αλλά και να προσλάβει χορογράφο των μπαλέτων Μπολσόι για να συντονίσει τις κινήσεις των ποδοσφαιριστών στο χορτάρι. Πράγματι, όποιος παρακολουθούσε τότε τα παιχνίδια της Ντιναμό Κιέβου του Λομπανόφσκι, έβλεπε πως ο τρόπος με τον οποίο κινούνταν οι ποδοσφαιριστές έμοιαζε σαν χορογραφία!
Ο Ουκρανός προπονητής πραγματοποίησε τρεις διαφορετικές θητείες στην τεχνική ηγεσία της Ντιναμό και όπως αναφέραμε παραπάνω, αυτές συνδυάστηκαν με τις τρεις κορυφαίες περιόδους στην ιστορία του συλλόγου. Η πρώτη διήρκησε από το 1973 ως το 1982, διάστημα στο οποίο η ομάδα του Κιέβου κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και τρία κύπελλα Σοβιετικής Ένωσης. Για πρώτη φορά, η ρωσική κυριαρχία στο σοβιετικό ποδόσφαιρο είχε αμφισβητηθεί τόσο έντονα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Το μεγαλύτερο ωστόσο επίτευγμα εκείνης της φουρνιάς, ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1975, επικρατώντας με 3-0 της ουγγρικής Φερεντσβάρος στον τελικό της Βασίλείας. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που μια ομάδα από την ΕΣΣΔ κέρδιζε ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο, ενώ λίγο αργότερα, στον τελικό του Σούπερ Καπ Ευρώπης, οι Ουκρανοί κέρδισαν και τη σπουδαία Μπάγερν εκείνης της εποχής, η οποία μόλις είχε κατακτήσει το δεύτερο από τα τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών της μέσα στη δεκαετία του ’70. Μεγάλο αστέρι εκείνης της ομάδας ανάμεσα στα πολλά (Μπούριακ, Ονισένκο, Κολοτόφ) ήταν ο Όλεγκ Μπλαχίν, ο μεγαλύτερος επιθετικός που έβγαλε η Σοβιετική Ένωση και ένα παιδί γέννημα-θρέμμα του συλλόγου, που το 1975 βρέθηκε στο απόγειο της δόξας του, παίρνοντας και τη «Χρυσή Μπάλα» εκείνη τη χρονιά.
Ο άνθρωπος που σχεδόν για μια εικοσαετία υπήρξε ο μεγάλος σταρ της Ντιναμό Κιέβου, ο Όλεγκ Μπλαχίν
Η δεύτερη θητεία του Λομπανόφσκι στη Ντιναμό Κιέβου διήρκησε από το 1984 ως το 1990, στη διάρκεια της οποίας μία ακόμη επιτυχημένη έκδοση της ουκρανικής ομάδας έκανε την εμφάνισή της. Η Ντιναμό προσέθεσε στη συλλογή της από τρία πρωταθλήματα και κύπελλα ακόμη, όμως όπως και στην πρώτη του θητεία, έτσι και στη δεύτερη ο Λομπανόφσκι κατάφερε να την οδηγήσει στην ευρωπαϊκή καταξίωση. Έντεκα χρόνια μετά τον θρίαμβο του 1975, η ομάδα κατέκτησε και πάλι το Κύπελλο Κυπελλούχων, επικρατώντας με 3-0 αυτή τη φορά της Ατλέτικο Μαδρίτης του Λουίς Αραγονές στο «Ζερλάν» της Λιόν, σε ένα παιχνίδι που έγινε στη σκιά της έκρηξης του αντιδραστήρα στον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας του Τσερνόμπιλ, παρά τις προσπάθειες να αποσιωπηθεί το γεγονός για όσο περισσότερο γινόταν. Το δεύτερο γκολ των Ουκρανών σε εκείνον τον τελικό, με τη μπάλα να μεταφέρεται από τη μια πλευρά του γηπέδου στην άλλη περνώντας από τέσσερις παίκτες με απίστευτο συγχρονισμό, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό της εφαρμογής που εύρισκε η φιλοσοφία του Λομπανόφσκι στις ομάδες του. Ο Μπλαχίν εξακολουθούσε να είναι το σημείο αναφοράς της ομάδας, αν και στη δύση της τεράστιας καριέρας του, όμως ήδη νέα αστέρια είχαν αναδειχθεί στη Ντιναμό, όπως οι Ζαβάροφ, Νταμιανένκο, Ρατς και φυσικά ο Ιγκόρ Μπελάνοφ, παρτενέρ του Μπλαχίν στην επίθεση, πρώτος σκόρερ στο Κυπελλούχων τη χρονιά της νέας επιτυχίας των Ουκρανών και κάτοχος της «Χρυσής Μπάλας» το 1986.
Με την περεστρόικα, η οποία οδήγησε και στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι περισσότεροι από τους αστέρες του σοβιετικού ποδοσφαίρου έφυγαν για να παίξουν στη δυτική Ευρώπη, ενώ και ο ίδιος ο Λομπανόφσκι πήγε να προπονήσει την εθνική Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Παρ’ όλα αυτά, το 1997 επέστρεψε για τρίτη φορά στη Ντιναμό Κιέβου για να φτιάξει μία ακόμη σπουδαία ομάδα. Εκείνη την περίοδο ο σύλλογος περνούσε δύσκολα, αφού παρά τα συνεχόμενα πρωταθλήματα, το 1995 του είχε επιβληθεί τιμωρία τριετούς αποκλεισμού από κάθε ευρωπαϊκή διοργάνωση λόγω απόπειρας χρηματισμού του Ισπανού διαιτητή Λόπεζ Νιέτο πριν το ματς με τον Παναθηναϊκό στο Champions League. Η τιμωρία αυτή βέβαια άρθηκε στην πορεία, αφού η UEFA αποφάσισε πως με αυτόν τον τρόπο εμπόδιζε την εξέλιξη του ουκρανικού ποδοσφαίρου!
Ο Λομπανόφσκι όχι μόνο πανηγύρισε πέντε ακόμη πρωταθλήματα και τρία κύπελλα (Ουκρανίας αυτή τη φορά), αλλά μετέτρεψε τη Ντιναμό ξανά σε μία από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, φτάνοντας το 1999 ως τα ημιτελικά του Champions League! Μία σεζόν πριν, το 1997-98, ο ευφυέστατος τεχνικός είδε την ομάδα του να δίνει μία από τις κορυφαίες της ποδοσφαιρικές παραστάσεις, στο 4-0 επί της Μπαρτσελόνα μέσα στο «Καμπ Νου» για τη φάση των ομίλων.Τη σεζόν 1998-99 όμως, οι Ουκρανοί βγήκαν πρώτοι σε έναν όμιλο στον οποίο βρισκόταν και ο Παναθηναϊκός, απέκλεισαν τη Ρεάλ Μαδρίτης στα προημιτελικά και βγήκαν τελικά νοκ άουτ από τη Μπάγερν, όταν εκείνο το επικό 3-3 στο Κίεβο ακολούθησε η ήττα με 1-0 στο Μόναχο. Από εκείνη την ομάδα, την τελευταία σπουδαία στη μέχρι τώρα ιστορία της Ντιναμό, ξεχώριζαν παίκτες όπως ο Σοβκόβσκι, ο Καλάτζε, ο Χούσιν, ο Κοσόβσκι και φυσικά το επιθετικό δίδυμο, ο Σέρχι Ρεμπρόφ με τον Αντρέι Σεφτσένκο. Ειδικά για τον «Σέβα», εκείνη η χρονιά (πρώτος σκόρερ στο Champions League) αποτέλεσε το εφαλτήριο για τη μεταγραφή του στη Μίλαν και για την καθιέρωσή του ως ένας από τους καλύτερους επιθετικούς του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ίσως ο Σεφτσένκο να ήταν ο μόνος παίκτης που έκανε πραγματικά μεγάλη καριέρα μακριά από τις «φτερούγες» του Λομπανόφσκι, κατακτώντας και τη «Χρυσή Μπάλα» το 2004.
Ο Αντρέι Σεφτσένκο ήταν ο τελευταίος σπουδαίος ποδοσφαιριστής που ανέδειξε ο Λομπανόφσκι στη Ντιναμό Κιέβου
Εκτός από τις τρεις διαφορετικές περιόδους που κάθισε στο τιμόνι της Ντιναμό Κιέβου, ο Λομπανόφσκι έκανε ακριβώς το ίδιο και στην τεχνική ηγεσία της εθνικής Σοβιετικής Ένωσης. Όπως ήταν φυσικό, χρησιμοποίησε σαν βάση της εθνικής ομάδας παίκτες της Ντιναμό, ενώ υπήρχαν φορές που ολόκληρη η ενδεκάδα αποτελούνταν από παίκτες του ουκρανικού συλλόγου. Οι μέθοδοί του πάντως δεν είχαν την ίδια ανταπόκριση σε παίκτες άλλων ομάδων και αυτό προκαλούσε κάποιες ακραίες αντιδράσεις, όπως η απεργία των παικτών της εθνικής λόγω των εξαντλητικών προπονήσεων που οδήγησε στο τέλος της πρώτης του θητείας. Η πιο επιτυχημένη περίοδός του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ήταν φυσικά η τρίτη (1986-1990), όταν-βασιζόμενος πάντα κυρίως σε παίκτες που είχε στη Ντιναμό Κιέβου-καθοδήγησε την ΕΣΣΔ στο Μουντιάλ του 1986, στο οποίο ποιος ξέρει που θα είχε φτάσει αν δεν είχε αποκλειστεί από το Βέλγιο στους «16» σε ένα αμφιλεγόμενο ματς με φωνές για τη διαιτησία, αλλά και στο Euro του 1988, όπου έφτασε ως τον τελικό για να γνωρίσει την ήττα από την Ολλανδία του Φαν Μπάστεν.
Ο Βαλερί Λομπανόφσκι έφυγε από τη ζωή στις 13 Μαΐου 2002 όντας ακόμη προπονητής της Ντιναμό. Με τον θάνατό του τερματίστηκε παράλληλα μια μεγάλη προπονητική καριέρα 33 ετών, στη διάρκεια της οποίας οδήγησε την ομάδα του Κιέβου στην κατάκτηση συνολικά 24 τίτλων, οι δύο από αυτούς ευρωπαϊκοί. Το μεγαλύτερό του επίτευγμα ήταν όμως η επιρροή του στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και σε όλη την Ευρώπη, μέσα από τις τακτικές του, τις μεθόδους του, την ευφυΐα του και την οξυδέρκειά του. Έξω από το «Ολιμπίσκι», την έδρα της Ντιναμό, το άγαλμά του δεσπόζει για να θυμίζει στους Ουκρανούς αλλά και στον κάθε επισκέπτη πόσο σημαντικός και καινοτόμος υπήρξε στην ιστορία της ομάδας αλλά και του αθλήματος γενικότερα.
Ο Σεφτσένκο εναποθέτει τη "Χρυσή Μπάλα" που κέρδισε το 2004 δίπλα στο άγαλμα του ποδοσφαιρικού μεντορά του, Βαλερί Λομπανόφσκι
Πηγές: "Football, the history of the beautiful game", Keir Radnedge, εκδ. igloo, 2008
"Αντιστρέφοντας την πυραμίδα", Jonathan Wilson, εκδ. Polaris, 2010
"Παιχνίδι χωρίς όρια", Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκδ. Τόπος, 2008
———
Πίσω