Ομάδες που έγραψαν ιστορία: Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο του Άγιαξ
2018-11-16 16:55Του Ανδρέα Λεκάκη
Το ποδόσφαιρο ήταν ένα πολύ απλό άθλημα μέχρι τη δεκαετία του ’70. Στη διάρκεια των χρόνων, υπήρξαν βέβαια κάποιοι ριζοσπαστικοί προπονητές που θεμελίωσαν ένα νέο τρόπο παιχνιδιού, όπως ο Χέρμπερτ Τσάπμαν στην Άρσεναλ τη δεκαετία του ’30, ο Ούγκο Μάισλ στην εθνική Αυστρίας την ίδια περίοδο ή ο Γκούσταβ Σέμπες στην Ουγγαρία του ’50, όμως κατά κύριο λόγο τα πράγματα ήταν συγκεκριμένα. Οι αμυντικοί έμεναν πίσω, οι εξτρέμ έπαιζαν αυστηρά πάνω στη γραμμή, ο σέντερ φορ ήταν συνήθως βαρύς και ψηλός και περίμενε πότε θα γίνει αποδέκτης της μπάλας για να σκοράρει, με λίγα λόγια ο κάθε παίκτης βρισκόταν σε μία συγκεκριμένη θέση στο γήπεδο έχοντας μονάχα ένα ρόλο. Όλα αυτά όμως άλλαξαν από έναν και μόνο άνθρωπο, τον Ρίνους Μίχελς, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του ’70 παρουσίασε μια από τις τελειότερες-αν όχι την τελειότερη-ποδοσφαιρικές ομάδες που γνώρισε ο κόσμος, τον Άγιαξ που ακολουθούσε πιστά τον δικό του τρόπο παιχνιδιού, γνωστό σε όλους ως το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο».
Η φιλοσοφία του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου» είχε την εξής αρχή: Να φροντίζεις να πιέζεις συνεχώς όταν δεν έχεις τη μπάλα στην κατοχή σου, «μικραίνοντας» τις διαστάσεις του γηπέδου, αλλά και να «μεγαλώνεις» τις διαστάσεις όταν παίζεις με τη μπάλα, δίνοντας πλάτος στην ομάδα σου και με τους παίκτες να κινούνται συνεχώς και να αλλάζουν θέσεις. Με λίγα λόγια, η κατοχή, το πρέσινγκ, η κυκλοφορία μπάλας και η γρήγορη κίνηση είναι το παν. Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν συνηθισμένα, όμως πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια ήταν επαναστατικά και ο άνθρωπος που δημιούργησε τον σπουδαίο Άγιαξ εκείνης της εποχής, ο Ρίνους Μίχελς, ήταν ο οργανωτής της επανάστασης.
Πριν από τη δεκαετία του ’60, το ολλανδικό ποδόσφαιρο ήταν συντηρητικό, βαρετό και παλιομοδίτικο. Αυτός ήταν και ο λόγος άλλωστε που η εθνική Ολλανδίας δεν είχε να επιδείξει καμία σπουδαία επιτυχία-έφτασε μάλιστα πολλές φορές στο σημείο να χαρακτηρίζεται ως ανέκδοτο-, ενώ τα ίδιο ίσχυε και για τους συλλόγους της χώρας σε διεθνές επίπεδο. Ο Μίχελς, επηρεασμένος από τον Τζακ Ρέινολντς, τον άνθρωπο που θεωρείται ο πατέρας του ολλανδικού ποδοσφαίρου και πρότυπό του στην προπονητική, είχε τη δική του φιλοσοφία την οποία μπορούσε πλέον να εφαρμόσει στον Άγιαξ όταν ανέλαβε προπονητής του το 1965. Το Άμστερνταμ άλλωστε, μια πόλη γνωστή για τον απελευθερωτισμό της και πάντα ανοικτή σε νέες ιδέες, έμοιαζε το ιδανικότερο μέρος για να ξεκινήσει μια ποδοσφαιρική επανάσταση.
Ο Ρίνους Μίχελς ήταν ο άνθρωπος ο οποίος άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο παιζόταν το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή
Ο Άγιαξ δεν παρουσίασε το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» άμα τη αφίξει του Μίχελς. Στους πρώτους του μήνες στην τεχνική ηγεσία μάλιστα, ο «Αίαντας» πάλευε για την παραμονή του στην κατηγορία. Πολύ γρήγορα όμως, ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, φαινόταν πως σε αυτή την ομάδα είχαν μπει οι βάσεις για κάτι πολύ σπουδαίο. Η πρώτη ένδειξη για αυτό ήρθε το 1966, όταν η ολλανδική ομάδα συνέτριψε με 5-1 τη Λίβερπουλ στον δεύτερο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στο οποίο συμμετείχε ο Άγιαξ αφού είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα ένα χρόνο μετά τη διασφάλιση της παραμονής του στην πρώτη κατηγορία! Η έκταση της νίκης προκάλεσε τόσο μεγάλη έκπληξη στον ποδοσφαιρικό κόσμο, που ο τεχνικός των «κόκκινων», Μπιλ Σάνκλι, τόνισε πως στη ρεβάνς η ομάδα του θα νικήσει με 7-0 και όλοι τον πίστεψαν, όμως το τελικό 2-2 έδωσε φυσικά την πρόκριση στους παίκτες του Μίχελς. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ο Άγιαξ είχε κατακτήσει τέσσερα πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα στην Ολλανδία, ενώ το 1969 κατάφερε να φτάσει μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, χάνοντας όμως από τη Μίλαν. Μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλος ο θαυμασμός για αυτή την ομάδα, που σε ένα παιχνίδι μπαράζ με τη Μπενφίκα στο Παρίσι για τα προημιτελικά της διοργάνωσης εκείνης της χρονιάς, σαράντα χιλιάδες Ολλανδοί ταξίδεψαν στη γαλλική πρωτεύουσα. Το στάτους της ομάδας είχε αλλάξει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε εντυπωσιακό βαθμό.
Ο τρόπος παιχνιδιού που καθιέρωσε ο Μίχελς στον Άγιαξ ήταν σαφέστατα επιθετικός, όμως ο καινοτόμος προπονητής έχτισε την ομάδα του από την άμυνα. Ο Βέλιμπορ Βάσοβιτς αποκτήθηκε από την Παρτιζάν και ήταν ένας εξαιρετικός κεντρικός αμυντικός, καθοδηγώντας άψογα την ομάδα μέσα στο γήπεδο. Με τους Μπάρι Χουλσόφ και τον Γερμανό Χορστ Μπλάκενμπουργκ, δύο μπακ που ήξεραν μπάλα και μπορούσαν να κάνουν παιχνίδι με αυτή, συνέθεταν τη γραμμή της άμυνας, μαζί φυσικά και με τον Βιμ Σουρμπίρ, έναν ικανότατο δεξιό μπακ που προωθούνταν συνεχώς, ενώ αργότερα προστέθηκε και ο Ρούουντ Κρολ από τα αριστερά. Κάτω από τα δοκάρια βρισκόταν ένας βαρύς και δυσκίνητος γκολκίπερ, ο Χάιντς Στούι, ο οποίος όμως προτιμούσε να παίζει πάντα γρήγορα τη μπάλα με τα πόδια όταν του την γυρνούσαν οι συμπαίκτες του, σε εποχές που ο τερματοφύλακας μπορούσε ακόμη να τη μπλοκάρει. Αυτό ήταν ενδεικτικό του τρόπου παιχνιδιού της ομάδας. Μεσοεπιθετικά, ο Άγιαξ ήταν γεμάτος ποιότητα. Παίκτες όπως ο Γιόχαν Νέεσκενς, ο Πιτ Κάιζερ, ο Γκέρι Μιούρεν, ο Άρι Χάαν αλλά και ο Τζόνι Ρεπ που αναδείχθηκε αργότερα, ήταν αναπόσπαστα κομμάτια της καλύτερης ομάδας που είχε κάνει μέχρι τότε την εμφάνισή της στο ποδόσφαιρο. Η πρώτη φουρνιά περιελάμβανε επίσης και τους Βιμ Φαν Ντάικ, Σάακ Σβαρτ και Νίκο Ράιντερς. Το μεγάλο αστέρι βέβαια εκείνου του Άγιαξ δεν ήταν άλλο από τον Γιόχαν Κρόιφ.
Ο Κρόιφ υπήρξε αναμφισβήτητα ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’70 και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Δεν ήταν καλά καλά ούτε 20 ετών όταν ο Μίχελς ανέλαβε τον Άγιαξ, όμως ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Ήταν από τη φύση του ένας αντιδραστικός και επαναστατικός χαρακτήρας και ίσως γι’ αυτό αποτέλεσε τον κυριότερο εκφραστή του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου», τον καλύτερο μαθητή του Μίχελς και εκπρόσωπό του μέσα στον αγωνιστικό χώρο.
Ένας από τους μεγαλύτερους αρτίστες που πάτησαν το πόδι τους στα γήπεδα, ο Γιόχαν Κρόιφ
Παρά τα ήδη σημαντικά επιτεύγματα του Άγιαξ στην Ευρώπη, ο σύλλογος του Άμστερνταμ δε μπόρεσε να γίνει ο πρώτος ολλανδικός που κατακτά ευρωπαϊκό τρόπαιο, αφού τα πρωτεία ανήκουν στη Φέγενορντ του Ερνστ Χάπελ, που το 1970 κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών επικρατώντας της Σέλτικ. Από κει και έπειτα όμως ξεκίνησε η περίοδος της απόλυτης κυριαρχίας του Άγιαξ στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της σεζόν 1970-71, ο Άγιαξ πέταξε εκτός κατά σειρά της Νεντόρι, Βασιλεία, Σέλτικ και Ατλέτικο Μαδρίτης προτού βρεθεί στο «Γουέμπλεϊ» για να αντιμετωπίσει τη μοναδική ελληνική ομάδα που έχει φτάσει ποτέ σε έναν ευρωπαϊκό τελικό, τον Παναθηναϊκό. Ο Τζοκ Στιν, ο προπονητής της κορυφαίας Σέλτικ της ιστορίας που την είχε οδηγήσει στην κατάκτηση του τροπαίου το 1967, είχε προβλέψει από τότε πως τα επόμενα χρόνια θα ανήκαν στον Άγιαξ. Από τη μεριά του, ο σταρ της Ατλέτικο, Λουίς Αραγονές, μετά την ήττα της ομάδας του με 3-0 στον ημιτελικό, είχε δηλώσει πως οι αντίπαλοι έμοιαζαν να παίζουν με παίκτη περισσότερο! Με γκολ του Φαν Ντάικ και του Χάαν ο «Αίαντας» επικράτησε των «πρασίνων» στον τελικό και κατέκτησε το πρώτο του Πρωταθλητριών. Κι αυτό ήταν μόλις η αρχή.
Η σεζόν 1971-72 ήταν η καλύτερη για τον Άγιαξ, παρά το γεγονός πως ελάχιστοι περίμεναν κάτι τέτοιο αφού ο Μίχελς αποχώρησε το καλοκαίρι του 1971 για να καθίσει στον πάγκο της Μπαρτσελόνα. Ως αντικαταστάτης του επιλέχθηκε ο Στέφαν Κόβατς, ένας Ρουμάνος που είχε επιτυχίες με τη Στεάουα Βουκουρεστίου αλλά ήταν παντελώς άγνωστος στην Ολλανδία. Οι αστέρες της ομάδας θεώρησαν πως δεν είχε μεγάλη σχέση με το ποδόσφαιρο και στην πρώτη προπόνηση τον ρώτησαν περιπαικτικά αν του αρέσει το μήκος των μαλλιών τους, για να λάβουν την αφοπλιστική απάντηση: «Με προσέλαβαν για προπονητή, όχι για κομμωτή». Λίγο αργότερα, θέλοντας να τεστάρει το νέο προπονητή του, ο Κάιζερ έστειλε τη μπάλα με δύναμη προς εκείνον από τα τριάντα μέτρα, με τον Κόβατς να την κοντρολάρει άψογα και να του τη γυρνάει με ακρίβεια πίσω. Από εκείνη τη στιγμή ο Ρουμάνος τεχνικός κέρδισε τους παίκτες του. Σε σχέση με τον αυστηρό Μίχελς, εκείνος έδινε περισσότερη ελευθερία σε εκείνους και τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά.
Στα δύο χρόνια που έμεινε στην τεχνική ηγεσία της ομάδας, ο «Αίαντας» κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και ένα κύπελλο στην Ολλανδία, όμως το πιο σημαντικό επίτευγμα ήταν φυσικά η συνέχιση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Η νταμπλούχος Αγγλίας Άρσεναλ και η Μπενφίκα του Εουσέμπιο ήταν μεγάλα εμπόδια τα οποία ξεπεράστηκαν, με τον Άγιαξ όμως να μην εντυπωσιάζει και τη διοίκηση να αποφασίζει να απολύσει τον Κόβατς. Η άποψη που επικρατούσε ήταν πως απλώς διαχειριζόταν τη σπουδαία ομάδα που είχε φτιάξει ο Μίχελς, ενώ οι διοικούντες πίστευαν πως η υπερβολική ελευθερία που έδινε στους παίκτες του είχε κάνει την πειθαρχία στα αποδυτήρια να χαθεί. Οι παίκτες όμως απολάμβαναν αυτή την ελευθερία και έβαλαν πλάτη στον προπονητή τους, με τη διοίκηση τελικά να παίρνει πίσω την απόφασή της.
Ο Κόβατς έμεινε και καθοδήγησε τον Άγιαξ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που έγινε στο «Ντε Κάιπ», στην έδρα της «μισητής» Φέγενορντ, κόντρα στην Ίντερ του Ματσόλα. Με δύο γκολ του Κρόιφ οι Ολλανδοί επικράτησαν με 2-0 και θα μπορούσαν να είχαν πετύχει διπλάσιο σκορ. Η «Gazzetta dello sport» έγραψε μάλιστα πως η Ίντερ θεωρείται πρωταθλήτρια Ευρώπης, αφού εκείνος ο Άγιαξ ήταν από άλλο πλανήτη! Εκείνη την περίοδο η ολλανδική ομάδα κατέκτησε το νταμπλ και το Σούπερ Καπ στη χώρα της, το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το Σούπερ Καπ Ευρώπης καθώς και το Διηπειρωτικό, επικρατώντας της πανίσχυρης τότε Ιντεπεντιέντε. Κατέκτησε δηλαδή και τους έξι τίτλους που κυνήγησε, ένα επίτευγμα που το κατάφερε έκτοτε μόνο η Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρντιόλα το 2009.
Τη σεζόν 1972-73, εκείνη η σπουδαία ομάδα έφτασε στο αποκορύφωμά της. Πήρε ένα ακόμη πρωτάθλημα στην Ολλανδία και θριάμβευσε για μια ακόμη φορά στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση-εις βάρος τεράστιων αντιπάλων-και έγινε η πρώτη ομάδα μετά τη Ρεάλ Μαδρίτης που κατακτά τρεις συνεχόμενες φορές το τρόπαιο. Η Μπάγερν Μονάχου θα έπαιρνε τη σκυτάλη από τον Άγιαξ και θα κυρίευε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο τα επόμενα χρόνια, όμως δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα της και ο «Αίαντας» την απέκλεισε στα προημιτελικά, «σκορπώντας» την με 4-0 στο Άμστερνταμ. Στα ημιτελικά περίμενε η «βασίλισσα» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου Ρεάλ Μαδρίτης. Η ομάδα του Κόβατς νίκησε με το ισχνό 2-1 στο πρώτο ματς στην Ολλανδία και στη ρεβάνς οι παίκτες έβγαλαν αναμνηστική φωτογραφία στο «Μπερναμπέου», κάτι που οι Ισπανοί εξέλαβαν ως δέος για το μέγεθος της Ρεάλ. Όλοι περίμεναν πως θα παρουσιαστούν φοβισμένοι στο ματς, όμως εκείνοι έκαναν άνετα το παιχνίδι τους και επικράτησαν με 1-0 χωρίς να κινδυνεύσουν! Ο τεχνικός των Μαδριλένων, Μιγκέλ Μουνιόθ, δήλωσε πως «απόψε είδαμε το ποδόσφαιρο του 2000».
Οι ομάδες του Άγιαξ και της Μπάγερν κάνουν την εμφάνισή τους στον αγωνιστικό χώρο
Στον τελικό του Βελιγραδίου ο Άγιαξ συνάντησε την κορυφαία ιταλική ομάδα εκείνη την εποχή, τη Γιουβέντους. Με παίκτες όπως οι Καούζιο, Αλταφίνι και Αναστάζι, οι «μπιανκονέρι» προκαλούσαν φόβο σε κάθε αντίπαλο, στην περίπτωση όμως εκείνου του τελικού, μάλλον το αντίθετο συνέβαινε. «Σταδιακά γίναμε αλαζόνες και γελούσαμε με τον αντίπαλο. Θυμάμαι πως όταν διαπιστώσαμε πως η Γιουβέντους μας έτρεμε στο Βελιγράδι, κάναμε πλάκα στα αποδυτήρια. Και καθένας μας ένιωθε ένας μικρός Θεός» θα πει χρόνια αργότερα ο Γκέρι Μιούρεν. Οι Ολλανδοί επικράτησαν τελικά μόνο με 1-0 χάρη σε ένα γκολ του Ρεπ στο ξεκίνημα, με τον γκολκίπερ της «Κυρίας», τον εμβληματικό Ντίνο Τζοφ να δηλώνει: «Ευτυχώς που χάσαμε μόνο με 1-0. Ούτε που θέλαμε να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν ισοφαρίζαμε!». Όποιος θέλει να καταλάβει το τι ήταν ο Άγιαξ εκείνης της εποχής, δεν έχει παρά να σταθεί σε εκείνη και μόνο τη δήλωση…
Όπως συμβαίνει όμως με όλες τις μεγάλες ομάδες, κάποια στιγμή έρχεται και η πτώση. Στην περίπτωση του Άγιαξ, η αρχή του τέλους έγινε με την αποχώρηση του Γιόχαν Κρόιφ το καλοκαίρι του 1973. Η αλήθεια είναι πως ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» δύσκολα θα έφευγε από την ομάδα αν έμενε σε αυτήν ο Κόβατς, όμως ο Ρουμάνος τεχνικός αποφάσισε πως ο κύκλος του έκλεισε και έφυγε για να προπονήσει την εθνική Γαλλίας. Στη θέση του ήρθε ο Γκέοργκ Κνόμπελ, ο οποίος με το καλημέρα αποφάσισε πως η αρχηγία δε θα ανήκει πια στον Κρόιφ, αλλά έβαλε τους παίκτες να ψηφίσουν μόνοι τους τον αρχηγό τους. Στον σούπερ σταρ της ομάδας δεν ακούστηκε καθόλου καλά όλο αυτό. Οι παίκτες επί Κόβατς είχαν συνηθίσει να κάνουν ό, τι ήθελαν και όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Τζόναθαν Ουίλσον στο βιβλίο του «Αντιστρέφοντας την πυραμίδα», το παράδοξο είναι πως δίνοντας μεγάλη ελευθερία στην ομάδα, ο Ρουμάνος τεχνικός την έφτασε στο απώγειό της, όμως παράλληλα προετοίμασε άθελά του και την πτώση της. Μετά από αυτό, ο Κρόιφ ζήτησε μεταγραφή για τη Μπαρτσελόνα, στην οποία ήταν προπονητής ο μέντοράς του, Ρίνους Μίχελς. Λίγες μέρες μετά μετακόμιζε στην Καταλονία για να γίνει το νέο είδωλο των «μπλαουγκράνα», βοηθώντας τους από την πρώτη κιόλας σεζόν να πάρουν το πρώτο τους πρωτάθλημα μετά το 1960. Όσο για τον Άγιαξ, παρά το γεγονός πως όλοι οι υπόλοιποι παίκτες παρέμειναν, δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος χωρίς τον Κρόιφ.
Το πρωτάθλημα της περιόδου 1973-74 κατέληξε στη Φέγενορντ, ενώ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών η ομάδα αποκλείστηκε μόλις στον δεύτερο γύρο από την ΤΣΣΚΑ Σόφιας, σοκάροντας όλον τον ποδοσφαιρικό πλανήτη! Μέχρι το 1978 όλοι οι πρωταγωνιστές του μεγάλου Άγιαξ των αρχών της δεκαετίας αποτελούσαν παρελθόν από τον σύλλογο. Ο Νέεσκενς ακολούθησε τον Κρόιφ στη Μπαρτσελόνα, ο Ρεπ πήγε στη Βαλένθια και αργότερα στη Μπαστιά με την οποία έφτασε στον τελικό του ΟΥΕΦΑ το 1978, ο Χάαν πήρε δύο Κύπελλα Κυπελλούχων με την Άντερλεχτ, ο Σουρμπίρ μετακόμισε στη Σάλκε, ο Μπλάκενμπουργκ γύρισε στη Γερμανία για χάρη του Αμβούργου με το οποίο έφτασε στην κατάκτηση του Κυπελλούχων το 1977, ενώ ο Κάιζερ, που είχε ψηφιστεί εκείνος ως αρχηγός στην περίφημη ψηφοφορία που επέβαλε ο Κνόμπελ, σταμάτησε το ποδόσφαιρο μόλις ένα χρόνο μετά τη φυγή του Κρόιφ. Μόνο ο Κρολ έμεινε ως το 1980 και μετά μετακινήθηκε στη Νάπολι. «Μόλις έφυγε ο Κρόιφ χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Αν μέναμε μαζί θα φτάναμε τα έξι ή επτά συνεχόμενα Κύπελλα. Θα μπορούσαμε να ήμασταν πρωταθλητές Ευρώπης για πάντα» είχε δηλώσει κάποια στιγμή ο Μιούρεν. Ποιος να του δώσει άδικο;
Ο Άγιαξ διέλυσε την Ιντεπεντιέντε με 3-0 στον επαναληπτικό τελικό του Διηπειρωτικού το 1972 και ανέβηκε στην κορυφή του κόσμου
Όσο για τον θεμελιωτή του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου» και δημιουργό εκείνου του μοναδικού Άγιαξ, τον Ρίνους Μίχελς, συνέχισε να εφαρμόζει τη φιλοσοφία του και στη Μπαρτσελόνα αλλά και στην εθνική Ολλανδίας. Υπό τις οδηγίες του, οι «οράνιε» κατέπληξαν τον κόσμο ακριβώς όπως ο «Αίαντας» και έφτασαν ως τον τελικό του Μουντιάλ το 1974 έχοντας ως βάση φυσικά τους παίκτες του Άγιαξ, όμως έχασαν από τους Δυτικογερμανούς στο Μόναχο. Όταν τους ανέλαβε ξανά ωστόσο, τη δεκαετία του ’80, κατάφερε να τους οδηγήσει στο πρώτο και μοναδικό ως σήμερα τρόπαιό τους, στην κατάκτηση του Euro το 1988, με μια διαφορετική γενιά όπως ήταν αυτή του Γκούλιτ, του Φαν Μπάστεν και του Ράικαρντ. Όσον αφορά τους «μπλαουγκράνα», την κληρονομιά του εκεί συνέχισε ο καλύτερος μαθητής του, ο Κρόιφ, δημιουργώντας αργότερα ως προπονητής την περίφημη «dream team», ενώ τη σκυτάλη από τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» πήρε με τη σειρά του ο Πεπ Γκουαρντιόλα, φτιάχνοντας-βασισμένος στο «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο»-τη μεγάλη Μπαρτσελόνα της τετραετίας 2008-2012.
Όπως ακριβώς και ο Αίας ο Τελαμώνιος-ο μυθικός βασιλιάς της Σαλαμίνας στον οποίο ο Άγιαξ χρωστάει το όνομά του-αυτοκτόνησε με το ίδιο του το ξίφος κατά τα ομηρικά έπη, έτσι και εκείνη η μυθική ομάδα ήταν σα να πραγματοποίησε μια ποδοσφαιρική αυτοκτονία με την αποχώρηση του Κρόιφ το 1973, η οποία σήμανε και το τέλος της χρυσής εποχής. Όπως και να’ χει όμως, με τα κατορθώματά της εκείνα πέρασε οριστικά στο πάνθεον της ιστορίας του ποδοσφαίρου και απέκτησε μια θρυλική υπόσταση.
Πηγές: "Αντιστρέφοντας την πυραμίδα", Jonathan Wilson, εκδ. Polaris, 2010
"Παιχνίδι χωρίς όρια", Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκδ. Τόπος, 2008
"Ταξίδι στ' αστέρια", Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκδ. Τόπος, 2016
———
Πίσω